Όταν ο Άλλος παίρνει τη θέση του απαραίτητου
Υπάρχουν σχέσεις που δεν ξεκινούν από τον έρωτα, αλλά από κάτι πιο αθόρυβο και συχνά πιο κρίσιμο: την αίσθηση ότι, κοντά στον άλλον, κάτι μέσα μας σταθεροποιείται. Δεν πρόκειται για θαυμασμό, ούτε για σεξουαλική επιθυμία, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Πρόκειται για εκείνη την απροσδόκητη εμπειρία όπου, ενώ είμαστε κοντά σε κάποιον, ο εσωτερικός μας κόσμος δείχνει να παύει να κλυδωνίζεται. Η σκέψη επιβραδύνεται, η μοναξιά δεν εξαφανίζεται αλλά υποχωρεί, η ύπαρξη αποκτά ένα προσωρινό πλαίσιο.
Δεν είναι συχνό αυτό το βίωμα. Και ίσως γι’ αυτό, όταν συμβεί, αποκτά ασυνείδητα υπερβολικό βάρος. Το πρόσωπο που κάποτε εμφανίστηκε ως απλή, ανθρώπινη παρουσία, σταδιακά αρχίζει να κατοικεί μια συμβολική θέση: γίνεται αυτός που συγκρατεί, που παρηγορεί, που προσφέρει ένα αίσθημα επανασύνδεσης με κάτι που έλειπε, χωρίς απαραίτητα να κάνει κάτι.
Στη γλώσσα της ψυχανάλυσης, μπορούμε να μιλήσουμε για επένδυση σε ρυθμιστική μορφή του Άλλου. Όμως πέρα από όρους, αυτό που έχει σημασία είναι πως το υποκείμενο βρίσκει ένα είδος εσωτερικού στηρίγματος στην παρουσία του Άλλου κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να τον επενδύσει ασυνείδητα με νόημα, με φαντασίωση, με προσδοκία.
Αυτό το άρθρο εξερευνά τη διαδρομή αυτών των σχέσεων όχι εκείνων που ξεκινούν με τη φλόγα του έρωτα, αλλά εκείνων που ξεκινούν με την ανακούφιση της συγκράτησης. Πώς η εμπειρία της συναισθηματικής πλαισίωσης μετατρέπεται σε επιθυμία. Πώς ο Άλλος που ήταν εκεί, γίνεται αντικείμενο α: δηλαδή η αιτία της επιθυμίας. Και πώς, όταν αυτός ο Άλλος δεν ανταποκρίνεται, το υποκείμενο βρίσκεται μπροστά σε μια θεμελιακή ψυχική επιλογή: να παραιτηθεί ή να επιθυμήσει πέρα από το αντικείμενο.
Η πλαισίωση που γεννά την επιθυμία
Σε περιόδους εσωτερικής αστάθειας, όπου η συνέχεια του εαυτού μοιάζει διαταραγμένη ή λεπτή, το υποκείμενο δεν αναζητά αναγκαστικά το ερωτικό αντικείμενο. Πριν από το “ποθώ”, υπάρχει το “κρατιέμαι”. Πριν από το “σε θέλω”, υπάρχει το “δεν καταρρέω όταν είσαι παρών”.
Πρόκειται για μια πρωτογενή επένδυση πλαισίου. Όχι κυριαρχίας, όχι εξάρτησης — αλλά μια διακριτική προσωρινή ένταξη του Εγώ σε κάτι που μοιάζει πιο σταθερό. Ο άλλος δεν ερωτικοποιείται άμεσα. Αντιθέτως, είναι συχνά προβλέψιμος, φαινομενικά ασήμαντος. Κι όμως: το υποκείμενο νιώθει ότι, μαζί του, υπάρχει χώρος να αναπνεύσει. Όχι επειδή του δίνει κάτι συγκεκριμένο, αλλά επειδή δεν απαιτεί τίποτα, δεν εισβάλλει, δεν απορρυθμίζει. Αυτό είναι το σημείο όπου το πρόσωπο λειτουργεί ως πλαισίωση του εσωτερικού χάους και είναι αυτή η λειτουργία που του αποδίδει μια ιδιαίτερη σημασία.
Μέσα από αυτή την επένδυση, η παρουσία του Άλλου μεταβαίνει από το πραγματικό στο συμβολικό: δεν είναι πλέον απλώς πρόσωπο, είναι θέση στο ασυνείδητο.
Η γέννηση της επιθυμίας και η μετατόπιση στο αντικείμενο α
Καθώς η παρουσία του Άλλου γίνεται σταθερή αναφορά, αρχίζει να γεννιέται μια νέα ψυχική επένδυση. Δεν πρόκειται πια μόνο για κράτημα ή πλαίσιο, αλλά για κάτι πιο ασυνείδητο και πιο ριζικό: το υποκείμενο αρχίζει να το βλέπει ως φορέα ενός κάτι που του λείπει. Ένα κάτι που αν το αποκτήσει, ίσως γαληνέψει, ίσως ολοκληρωθεί, ίσως νιώσει ότι ανήκει σε μια σχέση όχι καταστροφική, αλλά φροντιστική. Σε αυτό το σημείο, δεν υπάρχει πια μόνο ρύθμιση. Υπάρχει επιθυμία.
Η επιθυμία όμως δεν είναι ποτέ απλή. Δεν γεννιέται εκεί όπου υπάρχει πλήρης ικανοποίηση, αλλά εκεί όπου υπάρχει ένα κενό. Το υποκείμενο δεν επιθυμεί αυτό που έχει, αλλά αυτό που του λείπει, ή μάλλον, αυτό που υποθέτει ότι ο Άλλος έχει και δεν του το δίνει. Εδώ μπορεί να εισαχθεί, η λακανική έννοια του αντικειμένου μικρό α. Σύμφωνα με τον Λακάν, αυτό δεν είναι το ίδιο το αντικείμενο που θέλουμε, αλλά εκείνο το υπόλειμμα, το ίχνος, το κάτι που τοποθετούμε στον Άλλο ως αιτία της επιθυμίας μας. Είναι το στοιχείο που τον καθιστά μοναδικό στα μάτια μας, επειδή φαντασιακά φέρει αυτό που μας λείπει.
Το πρόσωπο που κάποτε απλώς παρείχε αίσθηση ψυχικής πλαισίωσης, τώρα γίνεται φορέας του αντικειμένου α. Όχι γιατί άλλαξε, αλλά γιατί εμείς επενδύσαμε σ’ αυτόν το άρρητο αίτημα να μας ολοκληρώσει. Να δώσει μορφή σε μια παλιά σιωπή, να απαντήσει σε μια απώλεια που ίσως δεν έχει λέξεις. Ίσως ούτε συνείδηση. Το πρόσωπο αυτό, λοιπόν, γίνεται ασυνείδητα τοποθετημένο στη σκηνή του φαντασιακού ως η πηγή που αν την κερδίσουμε, θα αποκαταστήσουμε μια αίσθηση πληρότητας. Μια πληρότητα που, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί αφορά κάτι που δεν χάθηκε από αυτόν, αλλά ποτέ δεν υπήρξε πλήρες μέσα μας.
Η σιωπή του Άλλου αποκτά νόημα. Οι πράξεις του αποκτούν ερμηνείες. Η παρουσία του γίνεται προσμονή. Η απουσία του, απειλή. Το πλαίσιο έχει πλέον μετατοπιστεί γιατί έχει πάψει να είναι στήριγμα. Έχει πλέον γίνει object a και άρα πηγή αγωνίας.
Όταν η επιθυμία του Άλλου δεν συμπίπτει με την δική μας
Το πιο οδυνηρό σημείο αυτής της διαδρομής έρχεται όταν ο Άλλος, αυτός που κατοικήθηκε ως πηγή ασφάλειας και ύστερα ως αιτία της επιθυμίας, δεν βλέπει. Όταν δεν αντανακλά αυτό που το υποκείμενο φαντασιακά περίμενε. Και τότε, όλη η φαντασίωση, ότι ίσως, αν με δει, θα ησυχάσω για πάντα, αρχίζει να θαμπώνει. Η επιθυμία δεν βρίσκει κατοπτρισμό. Το αντικείμενο παραμένει απρόσιτο. Κι όμως, η επιθυμία δεν παύει αλλά αντιθέτως, συχνά εντείνεται. Γιατί τώρα προσκολλάται στο ίδιο της το αδιέξοδο.
Ο Άλλος μετατρέπεται τότε σε αυτό που ο Λακάν ονομάζει Πραγματικό: όχι μια εμπειρία που μπορεί να συμβολοποιηθεί, να εξηγηθεί, να ενταχθεί σε αφήγηση, αλλά ένα σημείο αδυναμίας του νοήματος. Ο Άλλος ως Πραγματικό είναι εκείνος που δεν ανταποκρίνεται, δεν σημαίνει αυτό που θέλαμε να σημαίνει, δεν γεμίζει την έλλειψη που του αποδώσαμε.
Η εμπειρία αυτή μπορεί να είναι αφόρητη. Το υποκείμενο χάνει ξανά το πλαίσιο που είχε ανακατασκευάσει μέσα από το κράτημα. Η επένδυση επιστρέφει ως απουσία. Η ελπίδα μετατρέπεται σε ταραχή. Και, το πιο δύσκολο απ’ όλα, η εσωτερική συγκρότηση κλονίζεται ξανά, γιατί είχε στηριχθεί σε κάτι που δεν ήταν ποτέ μόνιμα διαθέσιμο.
Σε αυτό το σημείο όμως εμφανίζεται μια θεμελιώδης ερώτηση, σχεδόν υπαρξιακή που έχει την δύναμη να μεταμορφώσει το υποκείμενο:
Αν δεν είναι αυτό που φαντάστηκα, τι με συγκροτεί; Τι μένει από εμένα όταν αποσύρεται το βλέμμα του Άλλου;
Το ερώτημα αυτό δεν είναι ρητορικό. Είναι η ίδια η καρδιά της υποκειμενικότητας. Εκεί όπου η απώλεια του φαντασιακού Άλλου αφήνει χώρο για να αναδυθεί το υποκείμενο που δεν καθορίζεται πια από το βλέμμα, αλλά από τη δική του σχέση με την έλλειψη.
Η επιθυμία ως υποκειμενική πράξη
Στο σημείο αυτό, το υποκείμενο βρίσκεται μπροστά σε μία ψυχική καμπή που δεν είναι απλώς συναισθηματική, αλλά οντολογική. Η απώλεια του Άλλου ως φαντασιακού φορέα της λύτρωσης δεν αφήνει μόνο κενό. Αφήνει και ένα ενδεχόμενο για κάτι βαθιά ριζοσπαστικό: το ενδεχόμενο να μην περιμένω πια από τον Άλλο να με επιβεβαιώσει, αλλά να σταθώ εντός της δικής μου επιθυμίας, ανεξαρτήτως ανταπόκρισης.
Σε εκείνο το σημείο, η επιθυμία παύει να είναι αίτημα. Παύει να είναι ερώτημα προς τον Άλλο. Παύει να ζητά: “δες με, κάνε με να υπάρξω.” Και μετατρέπεται σε κάτι ριζικά διαφορετικό, σε στάση ύπαρξης.
Δεν είναι εύκολη αυτή η μετάβαση. Γιατί για να μετασχηματιστεί η εξαρτημένη επιθυμία σε αυτόνομη στάση, απαιτείται πένθος. Πένθος για την προσδοκία. Πένθος για το νόημα που κατέρρευσε. Πένθος και για αυτό που υπήρχε πριν ο Άλλος επενδυθεί ερωτικά.
Μα μόλις περάσει κανείς μέσα από αυτό το πένθος, μπορεί να αρχίσει να αισθάνεται κάτι θεμελιωδώς νέο: ότι η επιθυμία δεν είναι εργαλείο για να γεμίσει η έλλειψη, αλλά μορφή ύπαρξης μέσα σε αυτήν. Το υποκείμενο τότε λέει, όχι πια στον Άλλο, αλλά στον εαυτό του:
Ναι, επιθύμησα. Και άσχετα με την απάντηση του Άλλου, αυτό που αναδύθηκε μέσα μου δεν ήταν ψευδές. Ήταν η δυνατότητά μου να αισθανθώ, να συνδεθώ, να φανταστώ. Αυτή η επιθυμία με κάνει παρούσα. Αυτή η επιθυμία είναι δική μου, και δεν χρειάζεται να εκπληρωθεί για να είναι αληθινή.
Είναι το σημείο όπου η επιθυμία δεν επιτελείται μέσα από τον Άλλο, ούτε για χάρη του αλλά ανεξάρτητα από αυτόν. Όχι πια για να γίνει κάποιος άλλος αντικείμενο, αλλά για να μπορέσει το ίδιο το υποκείμενο να υπάρξει ως πλάσμα επιθυμιών, ως τοποθέτηση απέναντι στον κόσμο. Και σε αυτό το σημείο, η επιθυμία δεν έχει πια αντικείμενο. Έχει μορφή. Έχει στάση. Και αυτό είναι μια πράξη βαθιάς ψυχικής ελευθερίας.