Υπάρχουν συνεδρίες όπου τίποτα δεν φαίνεται να κινείται εκτός από την σιωπή. Δεν υπάρχει ξεκάθαρο θέμα. Δεν υπάρχει ένταση. Δεν υπάρχει δάκρυ, δεν υπάρχει θυμός. Υπάρχει μόνο ένα βλέμμα που χάνεται κάπου ανάμεσα στο πάτωμα και τον απέναντι τοίχο. Ένα σώμα παρόν αλλά μαζεμένο, άηχο. Και μια εσωτερική αίσθηση, που ίσως δεν λέγεται, αλλά είναι εκεί: «Δεν έχω τίποτα να πω.»
Αυτό το τίποτα δεν είναι έλλειψη. Δεν είναι απουσία. Είναι μια ιδιαίτερη μορφή παρουσίας. Είναι το σημείο όπου ο λόγος παγώνει, αλλά το υποκείμενο εξακολουθεί να υπάρχει. Μόνο που τώρα, δεν μιλάει με λέξεις. Μιλάει με το κενό. Μιλά με την σιωπή.
Το πάγωμα δεν είναι σιωπή: είναι λόγος σε άλλη μορφή
Το πάγωμα στη θεραπεία συχνά παρεξηγείται ως μπλοκάρισμα. Σαν να είναι κάτι που «πρέπει να ξεμπλοκάρει», να «ξεπαγώσει», να ξεκλειδώσει ώστε να συνεχίσει η «δουλειά». Αλλά στη ψυχαναλυτική σκέψη, και ειδικά μέσα από το βλέμμα του Λακάν, αυτός ο “πάγος” είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο.
Το πάγωμα είναι ένα σημείο του λόγου που δεν μπορεί να περάσει από την επιφάνεια της γλώσσας. Δεν είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί, είναι ότι αυτό που υπάρχει δεν μπορεί ακόμα να αρθρωθεί. Ή, καλύτερα, δεν μπορεί να αρθρωθεί χωρίς ρίσκο. Το ρίσκο της απώλειας, της αποκάλυψης, της ανατροπής της εικόνας του εαυτού, ή της σχέσης.
Στο πάγωμα, το σώμα είναι παρόν αλλά η επιθυμία έχει συστραφεί. Δεν έχει εξαφανιστεί, αντιθέτως, είναι εκεί, κάτω από τον πάγο, έτοιμη να μιλήσει, αλλά προς το παρόν έχει καλυφθεί. Το πάγωμα είναι το κάλυμμα που μπαίνει ανάμεσα στο υποκείμενο και στην ίδια του την έλλειψη.
Μια παλιά επιβίωση, ένα παρόν σύμπτωμα
Για πολλούς θεραπευόμενους, το πάγωμα δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι κάτι που γνώρισαν πολύ πριν ξεκινήσει η ψυχοθεραπεία. Είναι η μορφή που πήρε η προστασία σε ένα περιβάλλον που δεν άντεχε τον λόγο τους, την ανάγκη τους, την ευαλωτότητά τους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το να παγώσεις δεν είναι πρόβλημα: είναι επιβίωση. Το σώμα μαθαίνει να κλείνει την πρόσβαση στο συναίσθημα, η φωνή να μην λέει, η σκέψη να στρογγυλεύει τις άκρες. Η σιωπή λοιπόν γίνεται στρατηγική.
Στην ψυχοθεραπεία, αυτή η παλιά επιβίωση επανέρχεται. Όχι σαν παθολογία, αλλά σαν δομή. Όπως θα έλεγε ο Λακάν, το υποκείμενο δεν είναι ποτέ πλήρες· είναι φτιαγμένο από ρωγμές, από απουσίες, από πράγματα που ποτέ δεν ειπώθηκαν. Το πάγωμα δεν είναι αντίσταση. Είναι η επανεμφάνιση εκείνου του σημείου του εαυτού που δεν κατάφερε να συμβολιστεί, και που, μέσα στη θεραπεία, τώρα εμφανίζεται.
Όταν ο Άλλος γίνεται απειλή
Το πάγωμα στη θεραπεία συχνά εμφανίζεται όταν ο θεραπευτής πλησιάζει πολύ. Όχι απαραίτητα σε επίπεδο λόγου, μπορεί να είναι μια στιγμή σιωπής, ένα βλέμμα, μια αλλαγή στο ύφος. Ξαφνικά κάτι κινείται μέσα, και η πρώτη απόκριση του ψυχισμού είναι να σταματήσει. Να παγώσει. Να μην φανεί τίποτα.
Αυτό το «τίποτα» είναι, πολλές φορές, η μόνη δυνατή απάντηση όταν η σχέση αρχίζει να γίνεται πραγματική. Όταν η εγγύτητα φέρνει μαζί της την πιθανότητα της έκθεσης, της σύνδεσης, της απώλειας. Και γι’ αυτό, το πάγωμα δεν είναι απλώς “αντίδραση”, είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός προστασίας της επιθυμίας.
Το να μη μιλήσω είναι να προστατεύσω το ασυνείδητο από το να αποκαλυφθεί. Το να μη νιώσω είναι να προστατεύσω το σώμα από το να κατακλυστεί. Το να σωπάσω είναι να παραμείνω άγνωστος, ακόμη και στον εαυτό μου.
Πού βρίσκεται το υποκείμενο όταν δεν μιλά;
Εδώ βρίσκεται η ριζική διαφορά της ψυχοδυναμικής θεώρησης. Σε αντίθεση με άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις που ίσως βλέπουν το πάγωμα ως “έλλειψη ροής”, η ψυχοδυναμική τοποθετεί εκεί την ίδια τη σκηνή του υποκειμένου.
Ο Λακάν μάς υπενθυμίζει ότι το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα. Άρα, ακόμα κι όταν δεν μιλάς, το ασυνείδητο γράφει. Η σιωπή δεν είναι παύση, είναι μορφή λόγου. Είναι το όριο της συμβολοποίησης, εκεί που κάτι υπάρχει, αλλά δεν έχει ακόμα βρει τρόπο να ειπωθεί.
Οπότε όταν δεν μιλάς, δεν σημαίνει ότι “δεν έχεις τι να πεις”. Σημαίνει ότι αυτό που θα μπορούσες να πεις δεν αντέχεται ακόμη να ακουστεί , ούτε από εσένα, ούτε από τον Άλλον.
Το πάγωμα ως φροντίδα: για ποιον σωπαίνεις;
Πολλοί θεραπευόμενοι, όταν αγγίζουν κάτι που τους κινητοποιεί, σωπαίνουν όχι επειδή δεν ξέρουν, αλλά επειδή φοβούνται να το κάνουν γνωστό. Κάποιες φορές το πάγωμα είναι μια πράξη αγάπης: “αν μιλήσω, θα σε πληγώσω”. Άλλες φορές είναι μια πράξη υπερηφάνειας: “αν μιλήσω, θα φανώ αδύναμος”. Πάντα, όμως, είναι μια πράξη επιθυμίας που δεν αντέχει να πάρει φωνή.
Το ερώτημα που μπορεί να ανοίξει εκεί είναι: Για ποιον σωπαίνεις; Για ποιον προσπαθείς να είσαι διαχειρίσιμος, ή μη-επικίνδυνος, ή μη-ευάλωτος; Και τι θα συνέβαινε αν αυτό που έχεις να πεις ακουγόταν χωρίς να προκαλέσει καταστροφή;
Ο ρόλος του θεραπευτή δεν είναι να σε “ξεπαγώσει”
Ο ψυχοθεραπευτής δεν ζητά να βγεις από το πάγωμα. Δεν προσπαθεί να σε “ξεμπλοκάρει”. Δεν σου προσφέρει λέξεις όταν δεν έχεις δικές σου. Αντίθετα, μένει δίπλα στο πάγωμα, το παρατηρεί, το κρατά ανοιχτό. Δεν πιέζει το ασυνείδητο να μιλήσει, περιμένει τη στιγμή που το υποκείμενο θα αντέξει να το αφήσει να γραφτεί.
Αυτό που προσφέρει ο θερσπευτής δεν είναι περιεχόμενο. Είναι η συνθήκη να υπάρξεις χωρίς να σε συνθλίψει το βλέμμα του Άλλου. Είναι η σκηνή μέσα στην οποία μπορείς να είσαι παγωμένος, να σωπαίνεις, να μην ξέρεις, και παρ’ όλα αυτά να ακούγεσαι.
Αντέχεις να μη νιώθεις κι αυτό είναι λόγος
Ίσως το πιο θεραπευτικό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια τέτοια στιγμή δεν είναι να “βρεις τα λόγια”, αλλά να επιτρέψεις στον εαυτό σου να μείνει χωρίς αυτά. Να είσαι σε μια σκηνή σχέσης, χωρίς να μιλάς, χωρίς να νιώθεις, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα. Και να παραμένεις εκεί.
Γιατί ακόμη και μέσα στον πάγο, κάτι αναπνέει. Και η επιθυμία δεν χάνεται επειδή σωπαίνει. Απλώς ετοιμάζεται να γεννηθεί αλλιώς.
Σιωπή, αλλά όχι απουσία
Το πάγωμα στη θεραπεία δεν είναι παύση της διαδικασίας. Είναι μέρος της. Δεν είναι έξοδος από τη σχέση, είναι τρόπος να παραμείνεις μέσα της χωρίς να καταρρεύσεις.
Αν βιώνεις κάτι τέτοιο, μην πιέσεις τον εαυτό σου να αισθανθεί. Μην προσπαθήσεις να “διορθώσεις” το πάγωμα. Μείνε. Άκου το. Σκέψου από ποια θέση μιλά, και αν δεν μπορείς να τη σκεφτείς, επέτρεψέ της απλώς να υπάρχει.
Μερικές φορές, το πιο σπουδαίο πράγμα που συμβαίνει στη θεραπεία είναι ότι σου επιτρέπεται να μην ξέρεις, να μη μιλάς, και να είσαι ακόμη εδώ.
Αυτός είναι λόγος. Και ίσως, κάποια μέρα, να είναι η αρχή μιας φράσης που δεν ειπώθηκε ποτέ.