3 Μαΐου, 2025

Φαντασία, επιθυμία και η ευθύνη της μη υποχώρησης ως ηθική

Το μόνο αληθινό αμάρτημα είναι να υποχωρήσει κανείς από την επιθυμία του

Η επιθυμία δεν ζητά αντικείμενο. Ζητά το υποκείμενο.

Στην ψυχανάλυση, η επιθυμία δεν είναι επιθυμία για πράγματα. Δεν είναι ούτε ανάγκη, ούτε φαντασίωση. Είναι κάτι βαθύτερο, αποτελεί την δομή που παράγει την υποκειμενικότητα. Ο Λακάν επαναδιατυπώνει τον πυρήνα της ηθικής λέγοντας ότι «το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε ένοχοι, είναι για την υποχώρησή μας από την επιθυμία μας» (Seminar VII, σ. 319). Η επιθυμία δεν ορίζεται από το περιεχόμενο, αλλά από τη θέση: είναι η επιμονή του υποκειμένου να υπάρχει ως διαιρεμένο και φορέας επιθυμίας, ενάντια στις φαντασιώσεις πληρότητας, ρόλου και ταύτισης που του προσφέρει ο Άλλος.

Η επιθυμία δεν μπορεί να αρθρωθεί πλήρως. Δεν ικανοποιείται. Δεν συμβιβάζεται. Και το υποκείμενο που την τιμά, είναι εκείνο που αντέχει να υπάρξει μέσα στην έλλειψη που αυτή ανοίγει. Όταν όμως το υποκείμενο παραιτείται από την επιθυμία του, ενδίδοντας στις προβολές ή τις προσδοκίες του Άλλου, δεν απλώς χάνει τη φωνή του, χάνει τη θέση του ως τέτοιο.

Η φαντασία ως σκηνή αλλοτρίωσης

Η φαντασία δεν είναι απλώς εσωτερική εικόνα ή υποκειμενική δημιουργία. Είναι μια σκηνή, μια δραματουργική δομή, όπου το υποκείμενο βλέπει τον εαυτό του να «παίζει» έναν ρόλο, που το καθιστά αντικείμενο για τον Άλλο. Μέσα από τη φαντασία, το υποκείμενο καλύπτει την τρομακτική του έλλειψη, κατασκευάζοντας μια συνεκτική εικόνα εαυτού που αγαπιέται, είναι επιθυμητό και αναγνωρίζεται.

Όμως αυτή η σκηνή έχει τίμημα. Όσο περισσότερο εγκαθίσταται το υποκείμενο σε έναν φαντασιακό ρόλο, τόσο περισσότερο υποχωρεί η επιθυμία του. Αντί να μιλά, αρχίζει να λειτουργεί. Αντί να επιθυμεί, αρχίζει να προσφέρει. Γίνεται αυτό που ο Άλλος θέλει ή φοβάται. Και τελικά αποκόπτεται από τη μοναδική του ηθική ευθύνη, το να υπάρξει εκεί που τίποτα δεν του εξασφαλίζει μια θέση.

Η φαντασία του Άλλου και το βλέμμα ως απαίτηση

Η φαντασία δεν είναι ποτέ αυστηρά «δική μας». Είναι πάντα σύμφωνα με τον Λακάν, η φαντασία του Άλλου. Το υποκείμενο συχνά (και ανάλογα με την δομή του)  υιοθετεί τη θέση που υποθέτει ότι ο Άλλος έχει ήδη φανταστεί για αυτό, είτε ως αντικείμενο αγάπης, είτε ως σύμβολο απόλαυσης, είτε ως φορέας ευθύνης.

Το βλέμμα του Άλλου, είτε πραγματικό είτε φαντασιακό, εγκαθιστά το υποκείμενο στη σκηνή. Και εκεί γεννιέται  η ταύτισης, να πάρεις τον ρόλο που σε θέλει επιθυμητό, σημαντικό, αναγκαίο, έστω κι αν αυτός ο ρόλος σε απομακρύνει από την επιθυμία σου.

Η φαντασία του Άλλου είναι υπνωτική. Σε καλεί να είσαι αυτό που λείπει από τον Άλλο. Να γεμίσεις την έλλειψή του, να προσφέρεις νόημα, να γίνεις αντικείμενο a. Μα όταν το αποδεχτείς, έχεις ήδη εγκαταλείψει τη θέση του υποκειμένου.

Η υστερική παραλλαγή: επιθυμία μέσα από την έλλειψη του Άλλου

Στην υστερική νεύρωση, όπως αναλύεται στο Seminar V: Les formations de l’inconscient, το υποκείμενο εγκαθίσταται στη θέση του αντικειμένου επιθυμίας του Άλλου. Το ζητούμενο δεν είναι η επιθυμία του εαυτού, αλλά η ενεργοποίηση της επιθυμίας του Άλλου. Το υστερικό υποκείμενο «δανείζει» τον εαυτό της ως ερώτημα: τι θέλεις από μένα; και έτσι αποσύρει τη δική του επιθυμία για χάρη της φαντασίωσης του Άλλου.

Η επιθυμία του υστερικού δεν ενσαρκώνεται. Πάντα αναβάλλεται. Πάντα βρίσκεται αλλού. Όταν ο Άλλος πλησιάζει, εκείνός αποσύρεται. Όταν ο Άλλος δεν βλέπει, εκείνος φωνάζει. Είναι ένα παιχνίδι καθυστέρησης: η επιθυμία δεν εκπληρώνεται ποτέ γιατί, στην πραγματικότητα, δεν ανήκει στο υποκείμενο.

Το ηθικό της δίλημμα βρίσκεται εδώ: πότε θα μπορέσει να σταματήσει να υπάρχει ως η έλλειψη του Άλλου, και να μιλήσει ως υποκείμενο επιθυμίας, όχι για να ευχαριστήσει, αλλά για να πράξει.

Η ιδεοψυχαναγκαστική παραλλαγή: η επιθυμία ως απειλή και η φαντασία της τιμωρίας

Αντίθετα, στο Seminar X, ο Λακάν περιγράφει τον ιδεοψυχαναγκαστικό ως εκείνον που έχει αντιληφθεί την επιθυμία, αλλά την κρατά εγκλωβισμένη. Δεν την προβάλλει στον Άλλο αλλά την πνίγει μέσα στη σκέψη, τον φόβο, την υπερβολική ευθύνη. Η φαντασία εδώ δεν είναι φλογερή. Είναι ασφυκτική. Το υποκείμενο δεν φαντάζεται απόλαυση, φαντάζεται ενοχή, τιμωρία, καταστροφή.

Ο ιδεοψυχαναγκαστικός ξέρει τι θέλει, αλλά δεν το τολμά. Η επιθυμία του τον στοιχειώνει, και για να την αποφύγει, κατασκευάζει ολόκληρα τελετουργικά ελέγχου και απόστασης. Δεν υπάρχει απόλαυση, μόνο άγχος. Άγχος γεννά και η επιθυμία του  Άλλου που πρέπει να παραμείνει στο επίπεδο της απαίτησης.

Και εδώ, το ηθικό ερώτημα επανέρχεται: θα μπορέσει να πράξει ή θα συνεχίσει να φαντάζεται; Γιατί η πράξη είναι εκείνο που λείπει. Εκείνο που φοβάται. Και όμως, μόνο η πράξη μπορεί να κόψει τη φαντασία και να εγγράψει το υποκείμενο ξανά στο συμβολικό.

Το ηθικό πράττειν: η πράξη ως διακοπή της σκηνής

Η στιγμή της πράξης έρχεται όταν το υποκείμενο αρνείται να συνεχίσει το σενάριο που το κρατά εκτός επιθυμίας. Αυτό όμως δεν είναι μια πράξη επιβεβαίωσης του Εγώ. Είναι απώλεια, σιωπή, ρήξη. Και για αυτό είναι ηθική.

Το ηθικό πράττειν είναι να σταματήσεις να είσαι αυτό που θέλει ο Άλλος. Να μην παίξεις πια τον ρόλο που έχεις μάθει τόσο καλά. Να σταθείς γυμνός, ανεπιθύμητος ίσως, αλλά αληθινός. Είναι η στιγμή όπου το υποκείμενο δεν λέει απλώς «όχι». Λέει: Δεν θα συνεχίσω εκεί που η ύπαρξη μου γίνεται παραχώρηση.

Η προσωπική κυριαρχία ως πίστη στην επιθυμία

Η κυριαρχία του υποκειμένου δεν είναι η κυριαρχία του «δυνατού». Είναι η κυριαρχία εκείνου που μπορεί να χάσει όλα τα φαντασιακά του στηρίγματα και να παραμείνει όρθιο. Που μπορεί να απορρίψει τη σκηνή, ακόμη κι αν τον καλεί. Που μπορεί να πει: Δεν θα είμαι αυτό που συμπληρώνει τον Άλλο. Θα είμαι αυτό που επιθυμεί.

Η επιθυμία δεν είναι ποτέ δωρεάν. Όποιος μένει πιστός σε αυτήν, θα χάσει. Θα χάσει αποδοχή, θα χάσει άνεση, θα χάσει τις λέξεις που καθησυχάζουν. Αλλά θα κρατήσει κάτι άλλο: την κυριαρχία να μιλά ως υποκείμενο και όχι να σιωπά ως αντικείμενο.

Το τίμημα είναι μεγάλο. Αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με την ήττα του να ζεις ως αντικείμενο σε μια σκηνή που δεν διάλεξες. Το ηθικό πράττειν είναι η πράξη που λέει: Τώρα, υπάρχω εγώ.

Μοιράσου το!