«Το υποκείμενο αμύνεται απέναντι στην αγωνία του με το εγώ του.» Ζακ Λακάν, Écrits
Ο καθρέφτης δεν αρκεί
Το να συναντάς τον εαυτό σου δεν σημαίνει να αναγνωρίζεις την αντανάκλασή σου. Η αναγνώριση, τόσο κεντρική στη σύγχρονη θεραπευτική γλώσσα, είναι από ψυχαναλυτικής/ψυχοδυναμικής άποψης παραπλανητική. Ο καθρέφτης ίσως να προσφέρει μορφή, αλλά δεν προσφέρει αλήθεια. Αν η ψυχανάλυση μάς διδάσκει κάτι, είναι το εξής: ο εαυτόςεαυτός που συναντώ δεν είναι ολόκληρος, και η αλήθεια που αναζητώ δεν είναι εικόνα. Η αληθινή συνάντηση με τον εαυτό αρχίζει μόνο όταν ο καθρέφτης ραγίσει όταν κάτι δεν ταιριάζει, δεν αντέχεται ή επιστρέφει με τη μορφή του συμπτώματος, της επανάληψης, του ερωτήματος χωρίς απάντηση.
Εκεί αρχίζει η γνωριμία. Όχι με το ποιος είμαι, αλλά με το τι επιθυμώ και ποια φαντασίωση στηρίζει τη σχέση μου με την επιθυμία. Αυτά δεν είναι ποιητικά ερωτήματα ή φιλοσοφικές περιέργειες. Είναι δομικά ερωτήματα, και κάθε υποκείμενο που μιλά είναι ήδη μπλεγμένο σε αυτά, είτε το γνωρίζει είτε όχι.
Η επιθυμία: το ίχνος του Άλλου
Ο Λακάν γράφει ότι «η επιθυμία είναι η επιθυμία του Άλλου». Αυτό δεν σημαίνει ότι θέλουμε απλώς ό,τι θέλουν οι άλλοι, ούτε ότι οι επιθυμίες μας είναι κοινωνικά κατασκευασμένες (αν και συχνά είναι). Σημαίνει ότι η επιθυμία αναδύεται εντός της γλώσσας και δομείται από μία θεμελιώδη έλλειψη. Το υποκείμενο δεν γνωρίζει τι επιθυμεί. Το ερώτημα «τι επιθυμείς;» είναι αποσταθεροποιητικό γιατί η απάντηση δεν είναι δοσμένη, πρέπει να κατασκευαστεί.
Το βρέφος δεν ξεκινά ως επιθυμητικό ον. Ξεκινά ως ένα ον παγιδευμένο στο πεδίο της επιθυμίας του Άλλου: το βλέμμα της μητέρας, η αινιγματική απαίτηση, οι ρυθμοί της φροντίδας και της στέρησης. Η επιθυμία του παιδιού γεννιέται ως απάντηση στο μυστήριο του τι θέλει από εμένα;. Αυτό το ερώτημα, ασυνείδητο, επίμονο, δομικό, σημαδεύει την είσοδο στη συγκρότηση του υποκειμένου.
Η επιθυμία δεν είναι ποτέ πλήρης. Το υποκείμενο δεν επιθυμεί ένα πράγμα, αλλά κάτι που του λείπει. Ο Λακάν σημειώνει αυτό το διχασμένο υποκείμενο με το σύμβολο $. Το υποκείμενο είναι διχασμένο ανάμεσα σε αυτό που ζητά και σε αυτό που πραγματικά επιθυμεί· ανάμεσα στην απαίτηση και την επιθυμία, ανάμεσα στις σημαίνουσες του Άλλου και στην αδιαφάνεια της ίδιας του της επιθυμίας.
Ίσως να περνάμε χρόνια κυνηγώντας αντικείμενα, στόχους, σχέσεις, αλλά η θεραπεία αποκαλύπτει ότι αυτά δεν είναι τα πραγματικά αντικείμενα της επιθυμίας μας. Είναι υποκατάστατα, οθόνες, προβολές. Το πραγματικό αντικείμενο της επιθυμίας δεν είναι αντικείμενο. Είναι χάσμα, κενό αυτό που λείπει και που, ακριβώς επειδή λείπει, κινητοποιεί την επιθυμία.
Η Φαντασίωση: η σκηνή της εμφάνισης
Αν η επιθυμία είναι ένα ερώτημα χωρίς απάντηση, τότε η φαντασίωση είναι το πλαίσιο που επιτρέπει την ύπαρξη αυτού του ερωτήματος. Ο Λακάν διατυπώνει τη φαντασίωση με τον τύπο:
$ ◊ a
το διχασμένο υποκείμενο σε σχέση με το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας (objet petit a). Αυτό το αντικείμενο δεν είναι ποτέ πράγμα. Είναι υπόλειμμα, απώλεια, λειτουργία. Δεν είναι αυτό που θέλουμε, αλλά αυτό που κάνει την επιθυμία μας να υπάρχει.
Η φαντασίωση δεν είναι απλώς όνειρο ή εικόνα. Είναι δομή, σκηνή, σεναριοποίηση μέσα στην οποία το υποκείμενο τοποθετείται σε σχέση με το να είναι επιθυμητό. Εκεί το υποκείμενο χτίζει μια σταθερή θέση μέσα στο πεδίο της επιθυμίας του Άλλου. Μπορεί να είναι θυσιαστικό, ηρωικό, αόρατο, σαγηνευτικό, μαζοχιστικό, πάντα όμως συνεπάγεται μια απάντηση στο ερώτημα: τι είμαι για τον Άλλο;
Αυτό εννοεί ο Λακάν όταν λέει ότι το υποκείμενο αμύνεται με το εγώ του. Το εγώ είναι η πρώτη φαντασίωση, η εικόνα, το προσωπείο, η φαινομενική συνοχή που επιτρέπει την εμφάνιση ενώπιον του βλέμματος του Άλλου. Όμως κάτω από αυτή την εικόνα βρίσκεται η φαντασίωση ως τέτοια: η δομή που οργανώνει τη σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το ανέφικτο αντικείμενο της επιθυμίας.
Έτσι, η φαντασίωση προστατεύει το υποκείμενο από το Πραγματικό της επιθυμίας, από το άγχος της απόλυτης αβεβαιότητας και της απώλειας κάθε πλαισίου.
Το υποκείμενο του βλέμματος
Ο Λακάν περιγράφει το υποκείμενο ως παγιδευμένο σε ένα «παιχνίδι κυριαρχίας» που έχει κληρονομήσει από τη σχέση του με το βλέμμα. Το παιδί μαθαίνει να παρουσιάζεται, να προσποιείται, να φέρει ένα ύφος, μια prestance. Αυτό δεν είναι απλή κοινωνική μάθηση, είναι το σημείο γέννησης του εγώ.
Δεν χτίζουμε τον εαυτό μας μόνοι μας. Τον χτίζουμε σε απάντηση στο πώς μας βλέπουν, στο πώς μας επιθυμούν, στο πώς μας φαντάζονται. Και επειδή η επιθυμία του Άλλου είναι πάντα αινιγματική, το υποκείμενο πρέπει να επινοήσει μια φαντασίωση για να γεμίσει τα κενά. Αυτά είναι τα «σχέσεις-παιχνίδια» για τα οποία μιλά ο Λακάν παιχνίδια εμφάνισης, στάσης, ντροπής, αποπλάνησης και υπεκφυγής.
Το εγώ είναι αυτό που επιτρέπει στο υποκείμενο να αντέξει το βλέμμα, να διαχειριστεί την αγωνία, να πλοηγηθεί μέσα στην απαίτηση να είναι κάποιος. Όμως ταυτόχρονα, είναι και αυτό που καλύπτει την επιθυμία. Το εγώ προσφέρει συνοχή με τίμημα την αλήθεια. Το να επιθυμείς απαιτεί να ξεπεράσεις το εγώ να διακινδυνεύσεις την αβεβαιότητα.
Η Διάβαση της Φαντασίωσης
Στην ανάλυση, σκοπός δεν είναι να ερμηνευτεί το περιεχόμενο της φαντασίωσης, αλλά να διαβαστεί η δομή της. Όχι να καταστραφεί, αλλά να φανερωθεί, να καταδειχθεί στο υποκείμενο ότι αυτό που πίστευε πως είναι η αλήθεια του, ήταν πάντα σκηνή, πλαίσιο, κατασκευή.
Η διάβαση/πέρασμα της φαντασίωσης σημαίνει να αποδεχτείς ότι δεν είσαι το πρόσωπο που υποδύεσαι. Ότι δεν γνωρίζεις τι θέλεις. Ότι το σενάριο που παίζεις δεν είναι όλο δικό σου. Και αυτή η απογύμνωση δεν φέρνει απελευθέρωση με την κοινή έννοια, φέρνει ευθύνη.
Γι’ αυτό ο Λακάν επιμένει πως ο αναλυτής δεν πρέπει να καταλάβει τη θέση του ιδανικού εγώ. Δεν πρέπει να πει στο υποκείμενο τι να θέλει. Η επιθυμία του αναλυτή πρέπει να παραμείνει αδιαφανής, για να μπορέσει το υποκείμενο να βρει τη δική του θέση στο πεδίο της επιθυμίας.
Τελικά, τι θέλεις να μάθεις για εσένα;
Τα ερωτήματα «τι επιθυμείς;» και «ποια είναι η φαντασίωσή σου;» δεν είναι ερωτήματα που απαντώνται μια φορά. Είναι ερωτήματα που συντηρούνται, επανέρχονται, αναδομούνται μέσα στον χρόνο. Είναι τα ερωτήματα που εισάγουν το υποκείμενο στην ανάλυση, και αυτά που παραμένουν ακόμα και μετά το πέρας της.
Το να συναντήσεις τον εαυτό σου δεν σημαίνει να τον αναγνωρίσεις. Σημαίνει να τον συναντήσεις ως έλλειψη, όχι ως ουσία. Να κατανοήσεις ότι η επιθυμία σου δεν σου ανήκει απόλυτα, και ότι η φαντασίωσή σου σε φαντάστηκε προτού την φανταστείς.
Η θεραπεία δεν στοχεύει στην ενίσχυση του εγώ. Στοχεύει στο να ανοίξει χώρο για την ανάδυση του επιθυμητικού υποκειμένου. Ενός υποκειμένου που δεν μιλά από τη μάσκα, αλλά από το σημείο της τομής. Ενός υποκειμένου που δεν γνωρίζει τι επιθυμεί αλλά τολμά να ρωτήσει.