Υπάρχουν γυναίκες που δεν θρηνούν έναν νεκρό, αλλά κατοικούν τον τόπο του. Ο θάνατος δεν βιώνεται ως απώλεια, αλλά ως συμβολική εντολή. Όχι “πέθανε εκείνος”, αλλά “μην επιθυμήσεις ποτέ ξανά”. Δεν τίθεται ερώτημα. Εγγράφεται μια απαγόρευση: να ζήσεις θα σήμαινε ότι τον πρόδωσες. Δεν ειπώθηκε, δεν γράφτηκε, και γι’ αυτό ακριβώς λειτουργεί ως νόμος. Το υποκείμενο εσωτερικεύει την απουσία ως δομή και παραιτείται από κάθε δυνατότητα παρουσίας. Ό,τι ήταν επιθυμητό γίνεται απαγορευμένο. Ό,τι ήταν ζωντανό γίνεται υπερεγώ. Και η ζωή συνεχίζεται, αλλά μόνο ως χρέος. Ποτέ ως σκηνή για το επιθυμητό.
Δεν πρόκειται για πένθος αλλά για μετακίνηση. Το υποκείμενο δεν στέκεται απέναντι στην απώλεια, αλλά μέσα της. Δεν αναζητά να συμβολοποιήσει τον θάνατο, γιατί έχει ήδη τοποθετηθεί στη θέση του. Αν εκείνος έλειψε, εκείνη θα γίνει αυτό που διασφαλίζει ότι δεν θα ξεχαστεί. Αν εκείνος σταμάτησε να ζει, εκείνη θα σταματήσει να επιθυμεί. Το Εγώ της δεν διεκδικεί, δεν συγκρούεται, δεν ερωτεύεται. Συστέλλεται. Επικυρώνει. Εγγυάται τη διατήρηση του κενού. Δεν υπάρχει για να υπάρξει. Υπάρχει για να μαρτυρά ότι κάτι λείπει και πρέπει να συνεχίσει να λείπει.
Το βλέμμα δεν ψάχνει πια τον Άλλο. Το βλέμμα γίνεται ο τρόπος με τον οποίο κατοικείται η σιωπή. Δεν ζητά να ειδωθεί. Απλώς επιτηρεί τον εαυτό του. Να μην ξεφύγει. Να μην κινηθεί. Να μην προδώσει τη μορφή που χάθηκε. Το υποκείμενο γίνεται ο τόπος της ίδιας του της απουσίας.
Η απουσία δεν βιώνεται σαν κενό, αλλά σαν τόπος. Δεν τρομάζει αλλά σταθεροποιεί. Δεν είναι «τίποτα». Είναι αυτό που απολαμβάνει ασυνείδητα και δομικά. Η jouissance δεν είναι το να μην χρειάζεσαι τίποτα, το να αποσύρεις το σώμα από κάθε κύκλωμα επιθυμίας, και να το αφήσεις να λειτουργεί, ήσυχα, σαν σιωπηλό επιχείρημα υπέρ της ακινησίας.
Δεν υπάρχει αντικείμενο για να χαθεί. Γιατί ό,τι θα μπορούσε να συγκροτήσει επιθυμία, να λείψει, έχει ήδη χαθεί εκ των προτέρων. Το υποκείμενο κινείται, τρώει, μιλά, αλλά όλα είναι αποκομμένα από τον τόπο του επιθυμείν. Η ενοχή που θα προκαλούσε η σκέψη και μόνο ενός “θέλω” είναι αρκετή για να εγκαθιδρύσει τον νόμο: μην προσπαθήσεις να υπάρξεις ξανά. Αυτή η ακινησία δεν είναι στέρηση. Είναι το όνομα της αλήθειας.
Ο λόγος της δεν αποτυπώνει πια την επιθυμία. Δεν μεταφέρει ερώτημα, δεν παράγει προσδοκία. Είναι ένας λόγος επίπεδος, που δεν στοχεύει πουθενά. Δεν απευθύνεται. Δεν κυκλοφορεί. Το “εγώ” έχει σβηστεί — όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί δεν δικαιούται να βρεθεί στη θέση του ομιλούντος. Το Εγώ έχει ανατεθεί σε άλλους: τα παιδιά, τον Άλλο που έφυγε, τις ανάγκες των άλλων. Αυτό που μιλά είναι ένα υπόλειμμα, μια φωνή χωρίς σημείο αγκύρωσης. Λέξεις υπάρχουν, αλλά δεν επιτελούν λειτουργία επιθυμίας.
Η γλώσσα της έχει καταστεί διοικητική. Περιγράφει. Αναφέρει. Δεν ερωτεύεται, δεν αμφιβάλλει, δεν πλανιέται. Δεν υπάρχει εκείνο το σχίσμα από όπου περνά η επιθυμία, δεν υπάρχει ολίσθηση. Ο λόγος της έχει πάψει να είναι τροχιά και έγινε μηχανισμός. Και το υποκείμενο, αντί να κατοικεί τον λόγο, υποστηρίζει τη δομή του Άλλου χωρίς να μπαίνει στο ερώτημά της.
Δεν ζητά τίποτα, όχι επειδή δεν έχει ανάγκες, αλλά επειδή ο ίδιος της ο εαυτός έχει συσταθεί ως αυτό που δεν ζητά. Η επιθυμία της έχει εκχωρηθεί, σιωπηλά και οριστικά. Δεν υπάρχει “θέλω” που να μην βιώνεται ως απειλή. Κάθε επιθυμία της υποψιάζεται ότι θα τραυματίσει. Ότι θα αποσπάσει κάτι από τους άλλους. Ό,τι θα μπορούσε να της ανήκει, πρέπει να επιστραφεί αμέσως, πριν προλάβει να το κρατήσει.
Το φροντίζειν έχει γίνει ταυτότητα. Δενν μπορεί να υπάρξει έξω από τον ρόλο της φροντίδας. Αν πάψει να προσφέρει, το Εγώ της καταρρέει. Αν δεν είναι απαραίτητη, είναι αόρατη. Αν δεν στηρίζει τους άλλους, δεν έχει τόπο. Η ίδια η αίσθηση ύπαρξης είναι συνδεδεμένη με την εξαφάνισή της ως υποκείμενο. Αυτό που έχει μείνει είναι ένα αντικείμενο: χρήσιμο, αφοσιωμένο, σιωπηλό. Ένα αντικείμενο a που δεν λειτουργεί ως αίτιο επιθυμίας, αλλά ως εγγύηση της έλλειψης του Άλλου.
Η υποκειμενικότητά εδώ είναι αυτό-ακυρωμένη. Δεν αποσύρεται από τη ζωή από θλίψη ή αδυναμία. Αποσύρεται για να μην διασαλεύσει τη φαντασίωση: ότι είναι αναντικατάστατη, όχι ως πρόσωπο, αλλά ως σημείο σταθερότητας στο σύστημα των άλλων.
Δεν υπάρχει βεβαιότητα ούτε και σχέδιο. Υπάρχει μόνο το ίχνος. Όχι μιας ζωής που θα μπορούσε να έχει, αλλά μιας ζωής που για μια στιγμή υπήρξε. Μια μέρα, δέκα χρόνια πριν, γέλασε. Δεν θυμάται το γιατί. Δεν ζητούσε κάτι, αλλά δεν πρόδιδε τίποτα. Η επιθυμία δεν την απειλούσε. Ήταν εκεί, ήρεμη, αθόρυβη, ανεκτή. Κι αυτό, τώρα, επιστρέφει όχι σαν μνήμη, αλλά σαν ερώτηση: πού πήγα; πότε χάθηκα; τι εγκατέλειψα;
Αυτό το ελάχιστο ίχνος, αυτή η ρωγμή, ειναι τομές του πραγματικού στον μηχανισμό της απόσυρσης. Σημάδια ότι κάτι δεν έχει ολοκληρωθεί. Ότι το υποκείμενο, ακόμη κι αν δεν μιλά, ακόμη κι αν δεν επιθυμεί, κρατά κάπου γραμμένη τη δυνατότητα της εμφάνισής του. Όχι για να επαναστατήσει, αλλά για να μπορέσει, κάποτε, να πει: αυτό δεν ήμουν εγώ· εγώ δεν ήμουν μόνο αυτό.
Και ίσως τότε, για μια στιγμή, ο λόγος να στραφεί ξανά προς το Εγώ. Όχι το Εγώ της ταυτότητας, αλλά το Εγώ της επιθυμίας. Εκείνο που δεν έπαψε ποτέ να γράφεται, ακόμη κι όταν όλα σιωπούσαν.