Υπάρχουν κλινικές περιπτώσεις στις οποίες η μοναξιά δεν είναι απλώς ένα παράπονο∙ είναι ο δομικός τόπος κατοίκησης του υποκειμένου. Πρόκειται για εκείνους που περιγράφουν έναν τρόπο ζωής όπου η επιθυμία δεν εκφέρεται, αλλά έμμεσα ενεργοποιείται μέσα από τη διαθεσιμότητα του σώματος, την αποσιώπηση του αιτήματος, και την προσκόλληση σε μορφές απόλαυσης που φέρουν το στίγμα της υποτίμησης.
Το υποκείμενο εμπλέκεται σε σεξουαλικές σχέσεις με πρόσωπα απρόσιτα, απρόβλεπτα, ή σαφώς απόντα. Δηλώνει ότι δεν επιθυμεί εγγύτητα, δεν έχει ανάγκη οικειότητας, ότι δεν ζητά τίποτα. Κι όμως: ελέγχει τα προφίλ του Άλλου, βασανίζεται από φαντασιώσεις εγκατάλειψης, κυριεύεται από ζήλια, και αναπαράγει νοερά σκηνές σύγκρισης, απειλής και απόρριψης.
Η πράξη, η σεξουαλική συνεύρεση, λαμβάνει χώρα αραιά, ενίοτε τελετουργικά, και σχεδόν πάντα υπό τον όρο του σκότους, της σιωπής, της μη-βλεπτικότητας. Το σώμα προσφέρεται, αλλά όχι για να ειδωθεί. Το σώμα επιτρέπεται να υπάρξει μόνο εφόσον παραμένει αόρατο. Ο φόβος είναι ότι, αν φανερωθεί, θα τιμωρηθεί. Όχι με πράξη βίας, αλλά με την τελική πράξη απόρριψης: το να μην το θέλουν.
Απόλαυση χωρίς υποκειμενική θέση
Η απόλαυση που βιώνεται σε τέτοιες σκηνές δεν έχει σχέση με τη σεξουαλική ικανοποίηση. Δεν πρόκειται για επιβεβαίωση, συνάντηση ή συγχρονισμό. Πρόκειται για μια μορφή απόλαυσης που δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο, μια ωμή, ενοχική απόλαυση, η οποία επιτρέπει στο υποκείμενο να συνεχίσει να ζει χωρίς να μιλά. Είναι η απόλαυση του να παραμένεις στη θέση του πράγματος, όχι του ανθρώπου που επιθυμεί.
Η μοναξιά δεν απορρέει από την απουσία του Άλλου. Αντιθέτως, ο Άλλος υπάρχει αλλά ποτέ ως πρόσωπο που απευθύνεται στο υποκείμενο. Υπάρχει ως κάποιος που κοιτά αλλού, που ποθεί αλλού, που επιστρέφει όταν δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει. Και αυτή η μορφή παρουσίας είναι χειρότερη από την καθαρή απουσία: είναι το σταθερό μήνυμα ότι “δεν έχεις θέση στον λόγο του Άλλου”.
Η επιθυμία δεν επιτρέπεται να εμφανιστεί
Η επιλογή του απρόσιτου Άλλου δεν είναι σύμπτωμα έλλειψης αυτοεκτίμησης. Είναι δομικός μηχανισμός αποφυγής. Αν το υποκείμενο στραφεί προς κάποιον που είναι εκεί, που παραμένει, που κοιτά στα μάτια, τότε γεννιέται το πραγματικό ρίσκο: να θελήσει κάτι. Να μιλήσει. Να ζητήσει. Και τότε εμφανίζεται αυτό που ο Λακάν ονομάζει το Πραγματικό της επιθυμίας, το αβάσταχτο, αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς να καταρρεύσει όλη η άμυνα.
Γι’ αυτό το λόγο, η φαντασίωση δομείται έτσι ώστε το υποκείμενο να κατοικεί στην επιθυμία του Άλλου, αλλά ποτέ στη δική του. Να λειτουργεί ως αντικείμενο που χρησιμοποιείται, αλλά ποτέ να μην εγγράφεται ως ομιλούν υποκείμενο που λέει: «Αυτό θέλω».
Η σκηνή της ενοχής και το βλέμμα της μητέρας
Συχνά, η σεξουαλικότητα αυτού του υποκειμένου έχει ιστορία. Όχι απλώς γεγονότα, αλλά εικόνες, φράσεις και βλέμματα που έχουν εγγραφεί ως ανεξίτηλα ίχνη ενοχής. Σε πολλές περιπτώσεις, ένα πρώιμο σεξουαλικό γεγονός έχει συνδεθεί φαντασιακά με θάνατο, καταστροφή, ή μητρική προδοσία. Οι λέξεις που απευθύνονται στο παιδί ή στον έφηβο (π.χ. «μόνο αυτό σε ενδιαφέρει») λειτουργούν σαν σημαίνοντα-κρίκοι που δένουν την επιθυμία με την αηδία και την ντροπή. Δεν μιλάμε για απλή επιτίμηση. Μιλάμε για λογοκρισία που εγγράφει το σώμα ως τόπο ενοχής και εξορίας.
Αυτό το είδος μητρικού ή οικογενειακού βλέμματος δεν βλέπει το παιδί με την αναδυόμενη σεξουαλικότητα του ως πρόσωπο. Το βλέπει ως αντικείμενο-απειλή, ως κάτι που προκαλεί, διαταράσσει, και τελικά τιμωρείται. Και το παιδί, στην προσπάθειά του να επιβιώσει, μαθαίνει ότι το να επιθυμεί είναι επικίνδυνο. Ότι το να είναι ορατό είναι άξιο τιμωρίας. Και ότι η μοναδική ασφαλής θέση είναι η υποτίμηση, όταν είναι αυτοπροκαλούμενη.
Η φαντασίωση ως παγίωση του κενού
Η φαντασίωση δεν λειτουργεί για να φέρει ικανοποίηση. Λειτουργεί για να σταθεροποιήσει την αδυνατότητα ικανοποίησης. Είναι ένα είδος ψυχικού σκηνικού όπου το υποκείμενο μπορεί να υπάρξει μόνο ως εκτοπισμένο, ως εκείνος/η που βλέπει τον Άλλο να ποθεί αλλού. Είναι το βλέμμα που παρακολουθεί, ζηλεύει, φαντάζεται, αλλά δεν ζητά ποτέ.
Αυτή η φαντασίωση είναι κλειστή. Δεν είναι φαντασία∙ είναι κώδικας επιβίωσης. Το υποκείμενο παραμένει εκεί, όχι επειδή δεν θέλει κάτι άλλο, αλλά επειδή δεν ξέρει αν επιτρέπεται να θέλει.
Η μετακίνηση δεν είναι επιλογή, είναι ρήξη
Η θεραπευτική εργασία δεν προσφέρει λύσεις τύπου: «βρες κάποιον καλύτερο» ή «αξίζεις περισσότερα». Αυτά λειτουργούν μόνο εντός του φαντασιακού. Η πραγματική πρόκληση είναι να διαρρηχθεί η φαντασίωση που προστατεύει και στερεί ταυτόχρονα. Να αναγνωρίσει το υποκείμενο ότι δεν είναι μόνο αντικείμενο των άλλων, ότι δεν είναι προϊόν για κατανάλωση, ούτε σώμα για χρήση. Ότι μπορεί να επιθυμεί, να μιλήσει, και να επιμείνει.
Η θέση του επιθυμητικού υποκειμένου δεν είναι απλώς ένα νέο αφήγημα. Είναι ρηξιγενής πράξη. Είναι το σημείο όπου το υποκείμενο παύει να προστατεύεται πίσω από το «δεν με θέλουν», και διακινδυνεύει να πει: «Εγώ θέλω».
Κι εκεί αρχίζει η θεραπεία.