Η επινόηση του Αντικειμένου: Από τον Freud στον Lacan
Το αντικείμενο ως σκιά μιας πληρότητας
Ο άνθρωπος δεν επιθυμεί ποτέ το αντικείμενο όπως είναι, αλλά εκείνο που υπήρξε κάποτε ή καλύτερα, εκείνο που φαντάστηκε πως υπήρξε. Κάθε αντικείμενο που τον συγκινεί, που τον δεσμεύει, που τον φέρνει στην απόγνωση ή στην jouissance, φέρει πάνω του το σημάδι ενός κενού. Και αυτό το κενό, αυτή η απώλεια που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί, βρίσκεται στην καρδιά της υποκειμενικότητας. Ο άνθρωπος δεν έχει αντικείμενα· έχει υπόλοιπα, ιχνηλατήσεις, πλασματικές αναπληρώσεις εκείνου που δεν υπάρχει πια και ίσως δεν υπήρξε ποτέ.
Αυτό είναι το θεμέλιο της φροϋδικής θεωρίας της επιθυμίας: ότι το αντικείμενο δεν είναι πρωτογενές, αλλά επανευρισκόμενο. Το υποκείμενο δεν επιθυμεί επειδή λείπει ένα αντικείμενο, επιθυμεί επειδή η απώλεια είναι η ίδια η συνθήκη της επιθυμίας. Το αντικείμενο ήταν εκεί κάποτε ή νομίζει πως ήταν. Και τώρα, το αναζητά σε κάθε βλέμμα, σε κάθε σώμα, σε κάθε φωνή του Άλλου.
Από την ανάγκη στην επιθυμία: Η «επανεύρεση» του αντικειμένου
Στο έργο του Three Essays on the Theory of Sexuality (1905), ο Freud διατυπώνει την περίφημη ιδέα ότι το αντικείμενο της σεξουαλικής ενόρμησης δεν είναι προκαθορισμένο, αλλά σχηματίζεται στην πορεία του βίου. Όταν λέει ότι το αντικείμενο είναι “μια επανεύρεση και όχι μια αρχική εύρεση”, δεν εννοεί μόνο ότι αναζητούμε κάτι που είχαμε. Εννοεί ότι το πρώτο αντικείμενο, που συνδέθηκε με την ικανοποίηση της ανάγκης (το στήθος, η φροντίδα, η μητέρα), αποσύρεται και αντικαθίσταται από ένα φαντασιακό, μεταγενέστερο αντικείμενο που προσπαθεί να αναπληρώσει εκείνο που χάθηκε. Ο Freud το θέτει έτσι:
“Η επιλογή αντικειμένου είναι στην πραγματικότητα μια επανεύρεση και όχι μια εύρεση.” (Freud, 1905)
Αυτή η επανεύρεση γίνεται το τραύμα της επιθυμίας: ποτέ δεν επανασυναντάς το αρχικό αντικείμενο, κι όμως όλη η ζωή σου περιστρέφεται γύρω από το ίχνος του.
Η λακανική τροποποίηση: Δεν επανευρίσκουμε αυτό που υπήρξε, αλλά αυτό που κάποτε ικανοποίησε μια ανάγκη που δεν είναι πια ίδια
Ο Λακάν επεμβαίνει με αποφασιστικότητα σ’ αυτή τη θεωρία. Στο Σεμινάριο IV: Η Σχέση με το Αντικείμενο (1956–1957), αποδομεί το φροϋδικό «αντικείμενο της επανεύρεσης» ως εξής:
«Δεν υπάρχει εύρεση του αντικειμένου, παρά μόνον ως επανεύρεση. Αλλά αυτό που επανευρίσκεται είναι κάτι που δεν υπήρξε ποτέ ως τέτοιο — είναι εκείνο που ικανοποίησε μια ανάγκη όταν η ανάγκη δεν ήταν η ίδια.» (Séminaire IV, 1957)
Αυτό σημαίνει ότι η φαντασία πως επανευρίσκουμε το αντικείμενο είναι ήδη παγιδευμένη σε ένα ψεύδος: αυτό που αναζητούμε δεν υπήρξε ποτέ ως επιθυμητό αντικείμενο. Η ικανοποίηση που το σημάδεψε ανήκει σε μια προ-υποκειμενική εποχή, όταν το βρέφος δεν είχε ακόμα εισαχθεί στη γλώσσα, όταν η ανάγκη δεν ήταν ακόμα επιθυμία. Άρα, το αντικείμενο σήμερα δεν είναι αυτό που χάθηκε, αλλά η σκιά μιας στιγμής πλήρωσης που δεν μπορεί να ανακτηθεί. Το αντικείμενο είναι ίχνος της απώλειας, όχι πράγμα.
Το Πραγματικό ως κενό και η θέση του objet a
Αυτή η απώλεια εγγράφεται στο Πραγματικό ως κενό. Το objet a, το αντικείμενο της επιθυμίας στον Λακάν, δεν είναι ποτέ αυτό που το υποκείμενο μπορεί να κατακτήσει. Είναι το «υπόλειμμα» που προκύπτει όταν η ενόρμηση δεν βρίσκει πλήρωση, όταν η ανάγκη μετασχηματίζεται σε επιθυμία, και η επιθυμία σε jouissance. Είναι το σημείο διαφυγής, το χάσμα ανάμεσα στο υποκείμενο και τον Άλλον.
Και για να το διαχειριστεί αυτό το τραύμα, ο άνθρωπος τοποθετεί το objet a στον Άλλον. Ο Άλλος γίνεται ο κάτοχος της επιθυμίας, της φωνής, του βλέμματος, της γνώσης και κυρίως, του αντικειμένου που μπορεί να σε συμπληρώσει.
Το αντικείμενο στον Άλλον και η φαντασίωση της πληρότητας
Η τοποθέτηση του objet a στον Άλλον
Το objet a, το αντικείμενο-υπόλειμμα της απώλειας, δεν παραμένει εντός του υποκειμένου. Ο Λακάν μας δείχνει πώς, για να υπάρξει επιθυμία, το υποκείμενο μεταθέτει αυτό το στοιχείο της απώλειας στον Άλλον. Ενσαρκώνεται έτσι μια φαντασίωση: ότι ο Άλλος το έχει ή το είναι ή μπορεί να το επιστρέψει.
Πρόκειται για μια μεταβίβαση που διατρέχει το ερωτικό, το κοινωνικό, το αναλυτικό πεδίο. Το objet a μπορεί να πάρει τη μορφή του βλέμματος, της φωνής, του σεξουαλικού σώματος, της αναγνώρισης, ακόμα και του ιδανικού εγώ. Ο Άλλος γίνεται ο φορέας του πράγματος που λείπει από εμάς.
Το βλέπουμε στην ερωτική μεταβίβαση: «Αυτός έχει κάτι που αν το αποκτήσω, θα είμαι πλήρης». Αλλά αυτό που ο Άλλος έχει, είναι στην πραγματικότητα αυτό που εμείς του δώσαμε το κενό μας, μεταμφιεσμένο σε πολύτιμο αντικείμενο.
Η φαντασίωση ως σκηνή αναπλήρωσης της απώλειας
Για τον Λακάν, η φαντασίωση δεν είναι μόνο μια εικόνα επιθυμίας. Είναι μια σκηνή δομικά επαναλαμβανόμενη όπου το υποκείμενο τοποθετεί τον εαυτό του σε σχέση με το objet a. Πρόκειται για μια σταθερή κατασκευή, ένα είδος mise-en-scène, στην οποία το υποκείμενο επιχειρεί να ελέγξει την απώλεια τοποθετώντας τον Άλλον ως κάτοχο ή θεατή του αντικειμένου.
Η φαντασίωση απαντά στη θεμελιώδη ερώτηση: «Τι είμαι εγώ για την επιθυμία του Άλλου;» ή ακόμα: «Αν του δώσω αυτό που ήμουν τότε, θα με θέλει;»
Το υποκείμενο υιοθετεί στρατηγικά μια θέση: του αντικειμένου που κάποτε ήταν, του αγαπημένου παιδιού, του πλήρους αντικειμένου για τη μητέρα. Στήνει τη φαντασίωση για να κατοικήσει, έστω φαντασιακά, τη στιγμή πριν την απώλεια.
Η στρατηγική του να γίνεις “αυτό που ήσουν τότε”
Εδώ βρίσκεται η πιο λεπτή και οδυνηρή στρατηγική του ανθρώπινου υποκειμένου: να προσπαθήσει να γίνει αυτό που ήταν κάποτε, όταν η έλλειψη δεν είχε ακόμη εγγραφεί. Να προκαλέσει την επιθυμία του Άλλου όχι με το ποιος είναι τώρα, αλλά με το ίχνος εκείνου που κάποτε υπήρξε. Με την παιδική μορφή, με τη θέση που είχε στο βλέμμα ή στη φροντίδα του Άλλου.
Πρόκειται για μια προσπάθεια μαγικής αναστροφής του τραύματος της έλλειψης. Σαν να λέει το υποκείμενο:
«Αν επιστρέψω στη μορφή που ήμουν τότε, θα μου επιστραφεί το αντικείμενο».
Αυτή η επιστροφή δεν είναι χρονική αλλά φαντασιακή:
- επανενσάρκωση της εικόνας του εαυτού
- επίκληση του Άλλου ως σωτήρα, εραστή, δίκαιου γονιού
- υπερεπένδυση του βλέμματος ή της φωνής του Άλλου ως κατόχου της λύτρωσης.
Όμως αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να πετύχει, γιατί το αντικείμενο δεν είναι πράγμα. Είναι η ίδια η απουσία.
Η διάψευση και η παραγωγή επιθυμίας
Το objet a δεν κατακτάται ποτέ. Και αυτή ακριβώς είναι η συνθήκη της επιθυμίας: επειδή το αντικείμενο διαφεύγει, επιθυμούμε.
Αν κάποτε το αποκτούσαμε πλήρως, θα είχαμε σιωπή, όχι επιθυμία· τέλος, όχι υποκείμενο. Το objet a είναι το κατάλοιπο της απώλειας και ταυτόχρονα η εγγύηση της συνέχισης του επιθυμητικού δεσμού με τον Άλλον.
Αυτός είναι ο μηχανισμός που παράγει τη ναρκισσιστική επένδυση του Άλλου, την εξιδανίκευση, αλλά και τη βία της απογοήτευσης όταν ο Άλλος αποκαλύπτεται ως μη-κάτοχος του αντικειμένου. Τότε ο Άλλος πέφτει από τον θρόνο του αλλά η απώλεια επανέρχεται αλλού, σε νέα σκηνή, με νέο πρόσωπο.
Η Ανάλυση ως τόπος αποδιάρθρωσης της φαντασίωσης
Η φαντασίωση ως υποστήριγμα του υποκειμένου
Όπως είδαμε, η φαντασίωση είναι η σκηνή όπου το υποκείμενο τοποθετεί τον εαυτό του σε σχέση με το objet a, προκειμένου να οργανώσει και να σταθεροποιήσει τη σχέση του με την επιθυμία. Πρόκειται για μια αμυντική κατασκευή, που προστατεύει το υποκείμενο από την άβυσσο της έλλειψης, από το Πραγματικό του κενού που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί.
Στην καθημερινή ζωή, το υποκείμενο ζει μέσα στη φαντασίωση χωρίς να τη γνωρίζει. Η φαντασίωση καθορίζει:
- ποιον ερωτεύεται,
- ποιον κατηγορεί,
- σε ποιον αποδίδει την ελπίδα ή την καταστροφή του,
- πώς δομεί την έννοια του εαυτού.
Η τάση να γίνει “αυτό που ήμασταν τότε” ενσαρκώνεται σε ρόλους, σε σενάρια σχέσεων, σε καθηλωτικά πάθη, σε εμμονές. Η φαντασίωση έχει μορφή, συνέπεια, και ενόρμηση. Είναι η γραμματική της επιθυμίας αλλά όχι το περιεχόμενό της.
Η ανάλυση δεν ικανοποιεί την επιθυμία, την αποσυναρμολογεί
Το υποκείμενο προσέρχεται στην ανάλυση περιμένοντας, έστω ασυνείδητα, να του επιστραφεί το αντικείμενο που λείπει. Η μεταβίβαση οργανώνεται ακριβώς πάνω σ’ αυτό: ο αναλυτής υποτίθεται ότι έχει ή γνωρίζει το objet a. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της μεταβιβαστικής ψευδαίσθησης.
Ο Λακάν το συνοψίζει ωμά:
«Ο αναλυόμενος έχει ήδη δαγκώσει το αγκίστρι.»
(Σεμ. XI)
Δηλαδή, η φαντασίωση είναι ήδη σε λειτουργία: ο αναλυτής έχει τη λύση, την αλήθεια, το βλέμμα που είδε το παιδί τότε. Ο αναλυόμενος δοκιμάζει να γίνει αυτό που υπήρξε για να του επιστραφεί το χαμένο.
Αλλά ο αναλυτής δεν απαντά με αντικείμενο. Δεν προσφέρει, δεν επιστρέφει. Δεν κατοικεί τη θέση του Άλλου που έχει. Αντίθετα, σπάει τη φαντασίωση από μέσα, με σιωπή, με κοψίματα, με χρονισμό, με ερωτήματα χωρίς απάντηση. Η πράξη του αναλυτή είναι πράξη έλλειψης, όχι προσφοράς.
Το πέρασμα από το φαντασιακό στο συμβολικό
Καθώς η φαντασίωση αποδιοργανώνεται, το υποκείμενο αρχίζει να βλέπει ότι αυτό που ζητά δεν ήταν ποτέ εκεί. Το αντικείμενο δεν χάθηκε, γιατί ποτέ δεν υπήρξε. Το objet a δεν μπορεί να αποκτηθεί, γιατί είναι το ίχνος της απώλειας, όχι πράγμα προς κατάκτηση.
Σε αυτό το σημείο, το υποκείμενο αρχίζει να αφήνει πίσω του τη στρατηγική του να είναι “αυτό που ήταν”. Αντί να κατοικεί μια φαντασιακή εικόνα για να ανακτήσει το αντικείμενο, αρχίζει να αντέχει την έλλειψη ως συνθήκη του εαυτού. Και μόνο έτσι μπορεί να προκύψει κάτι που ο Λακάν θα ονομάσει επιθυμία του αναλυτή: μια επιθυμία χωρίς αντικείμενο, μια επιθυμία που δεν καθορίζεται από τον Άλλον, αλλά γεννάται από τη συνάντηση με την ίδια την έλλειψη.
Η επιθυμία ως τροχιά, όχι ως κατάκτηση
Το τελικό στάδιο της ανάλυσης δεν είναι η ανάκτηση του objet a, αλλά η παραδοχή ότι το αντικείμενο δεν υπάρχει παρά μόνο ως κενό. Και γι’ αυτό επιθυμούμε.
Η επιθυμία δεν είναι προς εκπλήρωση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο συνεχίζει να ζει, να σημαίνει, να δημιουργεί, έχοντας αναγνωρίσει ότι το τραύμα της πρώτης απώλειας είναι δομικό.
Ο Λακάν μάς λέει: «Η επιθυμία είναι η επιθυμία του Άλλου», αλλά και ότι «Το αντικείμενο της επιθυμίας είναι πάντα χαμένο.»
Αυτό δεν είναι ήττα, είναι απελευθέρωση. Η απουσία γίνεται δυνατότητα. Το αντικείμενο, αν και ανύπαρκτο, παραμένει εκεί, ως συνθήκη της συνέχειας. Κι έτσι, ο άνθρωπος δεν σταματά να επιθυμεί, ούτε να φαντασιώνεται, ούτε να μιλά.
Το Αντικείμενο και ο Άλλος στην καθημερινή ζωή: αγάπη, πάθος, καταστροφή
Αγάπη ως το “να δώσεις αυτό που δεν έχεις”
Ο Λακάν διατυπώνει μια από τις πιο αινιγματικές και αληθινές φράσεις για την αγάπη:
«Αγαπώ σημαίνει: δίνω αυτό που δεν έχω σε κάποιον που δεν το θέλει.» (Séminaire VIII: Le Transfert)
Η φράση αυτή μπορεί να διαβαστεί μέσα από τη λογική του objet a:
- δεν έχω αυτό που λείπει
- ο Άλλος δεν μπορεί να το δεχτεί, γιατί δεν το αναγνωρίζει
- κι όμως, η αγάπη είναι προσφορά αυτού του κενού, μια συμβολική κίνηση που δηλώνει: «Σου προσφέρω το τραύμα μου, το ίχνος της έλλειψής μου, την επιθυμία που δεν μπορεί να κλείσει.»
Αυτό που προσφέρεται δεν είναι αντικείμενο, αλλά επιθυμία, μια επιθυμία ανολοκλήρωτη, ασταθής, μη ανακτήσιμη. Η αγάπη, τότε, δεν επιδιώκει πληρότητα αλλά αμοιβαία αναγνώριση της έλλειψης.
Πάθος και προβολή: Όταν ο Άλλος “έχει” το αντικείμενο
Όταν όμως το υποκείμενο παγιδευτεί στη φαντασίωση ότι ο Άλλος έχει το objet a, τότε γεννιέται το πάθος. Ο Άλλος γίνεται:
- ο κάτοχος της λύτρωσης,
- το πρόσωπο που μπορεί να με ολοκληρώσει,
- η απάντηση στην εσωτερική μου ανεπάρκεια.
Το πάθος γεννιέται όχι από αγάπη, αλλά από ταύτιση με την απώλεια και προβολή στο πρόσωπο του Άλλου. Ο Άλλος φορτίζεται με όλο το φαντασιακό βάρος της λύτρωσης. Τότε:
- η αγάπη γίνεται εξάρτηση
- η επιθυμία γίνεται εμμονή
- και το βλέμμα του Άλλου γίνεται κρίση ύπαρξης.
Όταν ο Άλλος δεν ανταποκρίνεται, καταρρέει το σενάριο. Αποκαλύπτεται ότι δεν είχε ποτέ το αντικείμενο και η κατάρρευση δεν είναι μόνο ερωτική, αλλά οντολογική. Η απογοήτευση γίνεται βία, μίσος, ή απόλυτη ερημιά.
Καταστροφή: Όταν δεν αντέχουμε την απουσία
Η πιο επικίνδυνη στιγμή είναι όταν το υποκείμενο αρνείται να δεχτεί ότι το αντικείμενο δεν υπάρχει. Τότε εμφανίζεται η καταστροφή:
- καταστροφή του Άλλου που απέτυχε να είναι το αντικείμενο,
- καταστροφή του ίδιου του εαυτού που απέτυχε να το γίνει.
Η βία που κατευθύνεται προς τον Άλλον ή τον εαυτό δεν είναι τίποτε άλλο από πένθος που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί. Είναι μια μορφή άρνησης της έλλειψης: «Αφού δεν μπορεί να υπάρξει το αντικείμενο, να μην υπάρξει τίποτα.»
Αυτό το σημείο είναι κρίσιμο για την κλινική. Πολλά συμπτώματα, από την κατάθλιψη έως την εμμονική ζήλεια, τον αυτοτραυματισμό ή την παράνοια, είναι μορφές διαχείρισης αυτής της απώλειας που δεν έγινε ποτέ λόγος.
Η ελευθερία ως αποδοχή της απουσίας
Ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος όχι όταν βρει το αντικείμενο, αλλά όταν παραιτηθεί από την απαίτηση να το ανακτήσει. Τότε η επιθυμία του αποσυνδέεται από το φαντασιακό σενάριο, και μπορεί να γίνει διάθεση προς τον Άλλον, άνοιγμα, πράξη.
Η ζωή, τότε, δεν στηρίζεται στο τι μου λείπει, αλλά στο πώς υπάρχω με τη μορφή της απουσίας. Η επιθυμία μεταμορφώνεται από έλλειμμα σε μορφή δημιουργίας. Δεν περιμένω το βλέμμα που με αναγνώρισε κάποτε. Αντέχω το βλέμμα που δεν με γνωρίζει και με αυτό, επιθυμώ ξανά.
Ο Άνθρωπος ως εκείνος που χάνει
Ο άνθρωπος είναι το ον που επιθυμεί. Και επιθυμεί επειδή έχασε. Το αντικείμενο που θα τον ολοκλήρωνε δεν υπάρχει όχι επειδή δεν το βρήκε, αλλά επειδή δεν υπήρξε ποτέ. Και όμως, όλη η ζωή του, οι πράξεις, οι δεσμοί, οι μεταβιβάσεις, οι αγάπες και οι απελπισίες, είναι τρόποι να τοποθετήσει αυτό το κενό κάπου.
Μερικές φορές το τοποθετεί στον Άλλον και τον εξιδανικεύει. Άλλες, στον εαυτό και τον καταστρέφει. Άλλες το αποδέχεται, και τότε γεννιέται κάτι σπάνιο: η δυνατότητα μιας επιθυμίας που δεν ζητά να γεμίσει το κενό, αλλά να σταθεί δίπλα του.
Αυτό είναι ίσως το τέλος ή η αρχή του ανθρώπου και των αντικειμένων του.