Η ανθρώπινη ψυχική λειτουργία απαιτεί ένα εσωτερικό περίγραμμα δηλαδή μια αίσθηση του ποιος είμαι, τι με αφορά, πού τελειώνω εγώ και πού ξεκινά ο άλλος. Όταν το όριο αυτό είναι σαφές, ο εαυτός μπορεί να σχετίζεται χωρίς να κατακλύζεται. Όταν όμως αυτό το όριο χαλαρώνει, τα εσωτερικά σχήματα αλλοιώνονται και η σχέση με τον κόσμο μετατρέπεται σε αίνιγμα ή απειλή.
Η διάχυση των ορίων εαυτού, η αδυναμία δηλαδή να ξεχωρίσει κανείς το δικό του ψυχικό χώρο από εκείνον του Άλλου δεν ανήκει αποκλειστικά στον ψυχωτικό φάσμα. Αντίθετα, αποτελεί δομικό γνώρισμα και πολλών νευρωτικών θέσεων αλλά και διαταραχών προσωπικότητας, όπως η οριακή, η ναρκισσιστική ή η εξαρτητική διαταραχή.
Η διάχυση των ορίων δεν είναι ένα αφηρημένο ψυχολογικό σχήμα. Έχει κλινικές επιπτώσεις. Προκαλεί σύγχυση ως προς την πρόθεση, το αίσθημα ευθύνης, τη μνήμη, ακόμη και την εμπειρία της επιθυμίας. Η παραβίαση του ορίου, ακόμα κι αν είναι συμβολική, βιώνεται ως πραγματική εισβολή. Αντίστοιχα, η ψυχική απόσταση του Άλλου εκλαμβάνεται ως απόσυρση ζωτικής σημασίας. Ωστόσο είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα στις δομές καθώς το βίωμα και οι επιπτώσεις δεν ταυτίζονται.
Νεύρωση και τοποθέτηση στον Άλλον
Στη νεύρωση, η διάχυση των ορίων είναι δομικά αντιφατική. Το υποκείμενο διατηρεί μια αίσθηση ατομικότητας, αλλά η αλήθεια για τον εαυτό του τοποθετείται αλλού: στον Άλλον. Ο Άλλος γίνεται φορέας μιας απάντησης που το υποκείμενο δεν μπορεί να δώσει μόνο του:
«Θα μάθω ποιος είμαι, αν δω πώς με βλέπει εκείνος».
Η σκέψη διαβρώνεται από την αναζήτηση επιβεβαίωσης. Αυτό δεν συνιστά ανάγκη θαυμασμού αλλά κατασκευή νοήματος μέσα από το βλέμμα του Άλλου. Η παραμικρή μεταβολή στη στάση του άλλου, μια καθυστέρηση, μια θυμωμένη απάντηση, μια αργοπορία, μπορεί να προκαλέσει ρήγμα στην εσωτερική σταθερότητα. Αυτό θα συμβεί όχι γιατί ο εαυτός είναι ασταθής, αλλά γιατί έχει τοποθετήσει το σημείο σταθερότητας έξω από τον εαυτό του.
Στη θέση αυτή, η φαντασίωση της απόλυτης συμμετρικής θέσης (ότι ο Άλλος θα δει, θα αναγνωρίσει) δεν είναι πολυτέλεια αλλά στήριγμα ταυτότητας. Όταν δεν επαληθεύεται, γεννιέται σύγχυση: ο Άλλος με απορρίπτει ή εγώ παρερμήνευσα; Το βλέμμα που είδα ήταν αληθινό; Σήμαινε αυτό ή το άλλο;
Αυτή η αμφιταλάντευση είναι βαθιά νευρωτική: το υποκείμενο ταλαντεύεται μεταξύ του «βλέπω» και του «δεν υπάρχει τίποτε να δω». Και στο μεταξύ, το εσωτερικό έδαφος υποχωρεί, γιατί η αλήθεια αναζητείται έξω, ποτέ μέσα.
Διαταραχές Προσωπικότητας: Η κατοίκηση μέσα στον Άλλον
Στις διαταραχές προσωπικότητας, και ειδικά στην οριακή ή ναρκισσιστική δομή, η διάχυση των ορίων παίρνει μια πιο ωμή, σωματοποιημένη και δραματική μορφή. Ο Άλλος δεν είναι απλώς πηγή αναγνώρισης, αλλά έδαφος που καταλαμβάνει το Εγώ: το Εγώ διαλύεται μέσα στη σχέση και αναζητά συγχώνευση ή εξουσία, για να νιώσει ότι υπάρχει.
«Αν δεν είμαι στο βλέμμα του Άλλου, δεν υπάρχω καθόλου».
Η παραμέληση, η ασάφεια ή η απόσταση εκλαμβάνονται ως απειλή ζωής. Οι σχέσεις γίνονται εύφλεκτες, οι παλινδρομήσεις έντονες και η ανάγκη για έλεγχο εκρηκτική. Δεν υπάρχει αναγνώριση της διαφοράς, της ετερότητας, ούτε αντοχή στην έλλειψη.
Εκεί που η νεύρωση φαντασιώνεται μια αλήθεια που θα ειπωθεί, η διαταραχή προσωπικότητας δεν αντέχει καν το ερώτημα. Επιζητά πράξη ως δημσίνο. επιβεβαίωσης, ένωση, κυριότητα ώστε να σταθεροποιήσει το εύθραυστο Εγώ.
Η Διάχυση είναι αμυντική δομή
Η διάχυση των ορίων εαυτού δεν είναι ρομαντική ευαλωτότητα αλλά συνοστά διάταξη άμυνας. Η διάχυση δεν είναι πάντα αποτέλεσμα αδυναμίας αλλά μπορεί να είναι και άμυνα ενάντια σε κάτι ανυπόφορο. Συχνά λειτουργεί ως αποφυγή του πένθους, της σύγκρουσης ή της απώλειας επιρροής. Το υποκείμενο διαλύει τα όρια καθώς δεν αντέχει την απουσία που αυτά φανερώνουν. Έτσι, η ψευδής συγχώνευση με τον Άλλον, είτε ως ένωση είτε ως εχθρότητα, επιτρέπει την επιβίωση του εαυτού. Το κόστος, όμως, είναι η σταδιακή αποδιάρθρωση της εσωτερικής αυτονομίας και η υποδούλωση σε ψυχικά σενάρια χωρίς έξοδο.
Όταν τα όρια είναι διάχυτα, κάθε λέξη ή χειρονομία του Άλλου αποκτά υπερβολική βαρύτητα. Η πραγματικότητα δεν προσλαμβάνεται απευθείας αλλά φιλτράρεται μέσα από φαντασιωτικές προσδοκίες και ασυνείδητες ερμηνείες. Ο εαυτός δεν βλέπει τον Άλλον όπως είναι, αλλά όπως τον κατασκευάζει μέσα στην ανάγκη του. Το αποτέλεσμα είναι μια δυναμική εγκλωβισμού: το υποκείμενο παραμένει παγιδευμένο στη σκηνή που φαντάζεται, αδυνατώντας να αποσυνδέσει το φαντασιακό από το πραγματικό.
Η θεραπευτική πράξη μέσα από την αποσύνδεση της ταυτότητας από το βλέμμα του Άλλου, καταλήγει σε λειτουργικότερο σχετίζεσθαι. Όχι για να αποσυρθεί το υποκείμενο, αλλά για να μάθει να μην παύει να υπάρχει, ακόμη κι όταν δεν επιβεβαιώνεται. Στη θέση του καταρρέοντος εαυτού, ξεδιπλώνεται η φαντασίωση ξεγυμνωμένη από τον Άλλον που τη στήριζε. Στο χοσ Να να υποστηριχθεί το υποκείμενο, ώστε να μάθει να μην παύει να υπάρχει, ακόμη κι όταν δεν επιβεβαιώνεται.