Υπάρχει μια έννοια στον Λακάν που δεν μεταφράζεται ακριβώς αλλά έρχεται και κάθεται απέναντί μας, στην καρέκλα του αναλυόμενου. Αυτή είναι η jouissance: η απόλαυση πέρα από τον Νόμο. Τον Νόμο που λέει ότι για να επιθυμήσεις, θα πρέπει να δεχτείς πως ούτε έχεις το Όλο, ούτε είσαι το φαντασιακό Όλο για τον Άλλον. Τον Νόμο που λέει πως για να υπάρξει επιθυμία, πρέπει κάτι να σου λείπει. Κάτι που δεν θα το έχεις ούτε με πράξη, ούτε με φαντασίωση.
Η jouissance είναι αυτό που έρχεται όταν το υποκείμενο δεν δέχεται αυτή τη στέρηση. Δεν θέλει να λείπει, να αποχωριστεί, να κοπεί για να πάρει την θέση του μη ολοκλήρου και άρα επιθυμούν.Και τότε, δεν επιθυμεί. Απολαμβάνει, επαναλαμβάνει και παραμένει.
Οι δύο στρατηγικές της απόλαυσης χωρίς επιθυμία
Όταν η επιθυμία καθυστερεί ή εξαφανίζεται, δεν χάνεται. Αυτό που μπαίνει στη θέση της, που την υποκαθιστά, είναι η jouissance. Μόνο που για να υπάρξει χρειάζεται μηχανισμό, δηλαδή κάτι συμπτωματικό το οποίο να κρατάει την επιθυμία εκτός κυκλοφορίας. Με άλλα λόγια, κάτι να προστατεύει το υποκείμενο από το ρήγμα που θα προκαλούσε η είσοδος στο αίνιγμα της.
Αυτό που βλέπουμε ξανά και ξανά είναι δύο βασικές δομές. Οι δομές αυτές συνιστούν δύο τρόπους με τους οποίους το ασυνείδητο οργανώνει την επιβίωση μέσω της jouissance. Δύο στρατηγικές όπου η απόλαυση επιμένει αλλά η επιθυμία δεν περνά.
Η πρώτη στρατηγική: η αναβολή
Η πρώτη στρατηγική δεν είναι άρνηση ότι κάτι θέλω αλλά αναβολή. Δεν είναι «όχι» αλλά είναι «αργότερα». Η επιθυμία δεν ακυρώνεται, δεν απαγορεύεται, δεν απωθείται με τρόπο κάθετο. Απλώς… παρατείνεται. Θέλω και το ξέρω… απλά δεν γίνεται ακόμη. Πάντα κάτι προηγείται. Πάντα κάτι πρέπει πρώτα να τελειώσει. Πάντα το timing δεν είναι τώρα. Αλλά η jouissance είναι ήδη εδώ. Στη φαντασίωση ότι αύριο θα είναι αλλιώς. Στο βλέμμα που κοιτά προς το μέλλον, αρκεί να μη χρειαστεί να πληρώσει τίποτα τώρα. Δεν ρισκάρει. Δεν ζητά. Δεν θέτει. Προσδοκά. Η επιθυμία, έτσι, παραμένει άγραφη. Δεν σημαίνεται. Δεν περνά από το a. Και το υποκείμενο ανακουφίζεται. Δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό του. Γιατί δεν είπε ποτέ ότι δεν ήθελε. Απλώς… δεν ήταν η ώρα.
Η δεύτερη στρατηγική: η νέκρωση του αντικειμένου
Εδώ, η επιθυμία εμφανίζεται. Αλλά η σκηνή είναι ήδη άδεια. Το αντικείμενο έχει νεκρωθεί. Δεν μιλά, δεν ακούει, δεν απαντά. Και εκεί βρίσκεται η ασφάλεια. Γιατί το υποκείμενο επιθυμεί μόνο εκεί που η επιστροφή της επιθυμίας είναι αδύνατη. Εκεί που τίποτα δεν του τίθεται ως ερώτημα. Εκεί που κανείς δεν το βλέπει άρα κανείς δεν του ζητά τίποτα. Έτσι απολαμβάνει. Όχι επειδή υπάρχει σχέση. Αλλά επειδή δεν υπάρχει πλέον καμία. Το αντικείμενο έχει πεθάνει συμβολικά και το υποκείμενο επιλέγει να το επιθυμεί επειδή έτσι δεν κινδυνεύει από την επιθυμία του Άλλου. Κανείς δεν θα του πει «κι εγώ σε θέλω». Κανείς δεν θα του ζητήσει να κάνει κάτι. Κανείς δεν θα του ανοίξει έναν δρόμο που να τον κόψει. Και εκεί έρχεται η γαλήνη της απόλαυσης χωρίς επιθυμία. Μια γαλήνη πνιγηρή και μια απόλαυση παγωμένη. Ένα σύμπτωμα χωρίς φωνή.
Γιατί να διαλέξει κανείς (ασυνείδητα) να μην επιθυμεί;
Γιατί η επιθυμία κόβει και αυτό δεν είναι ούτε αθώο ούτε και εύκολο. Για να επιθυμήσεις, πρέπει να δεχτείς πως λείπει. Πως δεν θα το έχεις όλο, πως δεν είσαι το παν για κανέναν, πως θα χρειαστεί να απευθυνθείς και ίσως να μην σου απαντήσουν ή ακόμη τρομακτικότερα θα σου απαντήσουν χωρίς να ελέγχεις την απάντηση. Το ασυνείδητο το ξέρει αυτό και ίσως για αυτό, δεν επιθυμεί εύκολα. Προτιμά να απολαμβάνει ακόμη και αν αυτή η απόλαυση είναι παγιδευτική, καταναγκαστική, βουβή.
Η jouissance έχει ένα πλεονέκτημα που συνίσταται στο ότι δεν χρειάζεται τον Άλλον. Δεν ρισκάρεις τίποτα. Δεν χάνεις τίποτα. Δεν περιμένεις τίποτα. Απλώς επαναλαμβάνεις. Κάθεσαι στο ίδιο σημείο. Κοιτάς το ίδιο κενό. Απολαμβάνεις το ίδιο βάρος.
Η επιθυμία, αντίθετα, απαιτεί ρήξη. Απαιτεί να διαταραχτεί το σύμπτωμα. Να κοπεί το σχήμα και η σκηνή. Να εκτεθεί το υποκείμενο στη συνάντηση με το a (το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας). Και το υποκείμενο δεν είναι σίγουρο αν θα επιβιώσει αυτή την έκθεση. Εκεί ακριβώς επιλέγει χωρίς να το ξέρει να μην επιθυμεί.
Γιατί δεν θέλει να χάσει τον εαυτό που έχει χτίσει μέσα στο σύμπτωμα, ούτε να ακυρώσει το κέλυφος της φαντασίωσης, ούτε να αντέχει την έλλειψη, ίσως ούτε αντέχει να του πει κάποιος “ναι”. Γιατί το “ναι” σημαίνει: τώρα τι θα κάνεις με αυτό που θέλεις;
Και το ασυνείδητο, όταν δεν έχει ακόμη περάσει από τη διαδρομή, δεν θέλει καμία απάντηση. Θέλει μόνο την επιστροφή του οικείου. Του ίδιου πόνου, της ίδιας παύσης, της ίδιας εγγύησης πως “τίποτα δεν αλλάζει”. Η jouissance είναι σκληρή, αλλά είναι σταθερή. Είναι άγονη, αλλά είναι προβλέψιμη. Είναι μόνη, αλλά είναι απολύτως δική σου. Η επιθυμία, όμως, σε πετά στο κενό γιατί ζητά να μιλήσεις χωρίς εγγύηση, από το κενό σου. Κι αυτό, απαιτεί σχεσιακό θάρρος.
Και τώρα;
Το ερώτημα δεν είναι ποτέ “τι θέλεις” αλλά αν αντέχεις να θέλεις χωρίς εγγύηση. Αν αντέχεις να μπει το a στη θέση του κενού. Αν αντέχεις να μην ξέρεις την απάντηση. Αν αντέχεις να χάσεις τον έλεγχο του συμπτώματός σου.
Γιατί όσο η επιθυμία παραμένει αναβλημένη, ή στραμμένη σε νεκρά αντικείμενα, το υποκείμενο επιβιώνει. Δεν πεθαίνει. Αλλά εκτελεί το σύμπτωμα και απολαμβάνει επαναλαμβάνοντας.
Και η ψυχοθεραπεία; Η ψυχοθεραπεία δεν έρχεται να προσφέρει εγγυήσεις. Έρχεται να διακόψει. Δεν θα σου πει τι να επιθυμήσεις. Αλλά θα σε φέρει μπροστά σε αυτό που αποφεύγεις. Δεν κάνεις κάτι λάθος, δεν είναι κριτής αλλά γιατί έχεις μια δυνατότητα: αν το θελήσεις, όλα θα αλλάξουν.