Η κανονικόμορφη ψύχωση ως κλινικό πρόβλημα σήμερα
Η ψυχαναλυτική κλινική του 21ου αιώνα δεν συναντά τόσο συχνά τις μεγάλες, θεαματικές μορφές ψύχωσης που χαρακτήρισαν την ψυχιατρική του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Στην καθημερινή πρακτική, ο κλινικός έρχεται αντιμέτωπος με μορφές που δεν εκρήγνυνται σε σαφή παραληρηματικά επεισόδια ή μανιακές κρίσεις, αλλά εμφανίζονται «σιωπηλές», διάχυτες, ενσωματωμένες στη φαινομενική κανονικότητα της ζωής. Αυτό που παλαιότερα θα αναγνωριζόταν μόνο σε κατάσταση οξείας ψυχωτικής κρίσης, σήμερα αναδύεται ως υπόγεια δομή: υποκείμενα που ζουν «φυσιολογικά» αλλά στηρίζονται σε λεπτές, εύθραυστες αναπληρώσεις για να συγκρατήσουν την ύπαρξή τους.
Η κανονικόμορφη ψύχωση αποτελεί λοιπόν κλινικό πρόβλημα διότι δεν αποκαλύπτεται εύκολα. Δεν εμφανίζει την «κόκκινη σημαία» του παραληρήματος· δεν συγκλονίζει με εκρήξεις συμπτωμάτων. Αντίθετα, μπορεί να συγχέεται με νευρωτικές μορφές, με διαταραχές προσωπικότητας ή με «ιδιορρυθμίες». Η δυσκολία διάγνωσης σημαίνει ότι το υποκείμενο κινδυνεύει να μην λάβει τη δέουσα κατανόηση ή να ερμηνευτεί με όρους που δεν αντιστοιχούν στη δομή του.
Πώς διαφοροποιείται από τις «μεγάλες κλασικές μορφές»
Η κλασική ψύχωση, όπως την ξέρουμε από τον Freud και τον Lacan, είναι η ψύχωση που εκρήγνυται. Στην παρανοϊκή κρίση, το υποκείμενο αρθρώνει ένα ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών (συνωμοσίες, καταδιώξεις, μεγαλείο). Στη μανιοκαταθλιπτική κατάρρευση, η πραγματικότητα κατακλύζεται από υπερένταση ή απόλυτη αποδιοργάνωση.
Αντίθετα, στην κανονικόμορφη ψύχωση δεν συναντούμε αυτή την εικόνα. Οι αναπληρώσεις μικρές βεβαιότητες, ρουτίνες, συνθωματικά, προλαβαίνουν την έκρηξη. Αντί να βλέπουμε την κατάρρευση και το παραλήρημα που «θεραπεύει» τη διάλυση, βλέπουμε το υποκείμενο να κινείται σε μια οριακή κανονικότητα. Η ζωή του είναι «δεμένη» με πιο αδιόρατους μηχανισμούς: μια μόνιμη ταύτιση ως-αν, μια σειρά τελετουργικών πράξεων, μια σταθερή προσωπική δημιουργία. Αυτές οι μορφές μπορεί να κρύβουν τον ψυχωτικό χαρακτήρα, αλλά είναι κι εκείνες που συγκρατούν την ύπαρξη.
Η επικαιρότητα του όρου στον Miller
Ο Jacques-Alain Miller, με την έννοια της κανονικόμορφης ψύχωσης, έφερε στο προσκήνιο αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα: την ανάγκη να διαβάζουμε τις ψυχώσεις πέρα από την κρίση. Η ψύχωση δεν ταυτίζεται με την παραληρητική κατάρρευση· είναι δομή. Και αν η δομή είναι ψυχωτική, τότε ακόμα και οι πιο κανονικοφανείς μορφές ζωής οφείλουν την ισορροπία τους σε αναπληρώσεις.
Η επικαιρότητα του όρου είναι διπλή. Σε θεωρητικό επίπεδο επιτρέπει να κατανοήσουμε μορφές που διαφορετικά θα κατηγοριοποιούνταν εσφαλμένα, αναδεικνύοντας την έννοια της αναπλήρωσης ως θεμελιώδη. Στην κλινική: δίνει στον κλινικό εργαλείο για να προσεγγίσει αυτά τα «κανονικοφανή» υποκείμενα χωρίς να περιμένει την καταστροφή για να αναγνωρίσει τη δομή. Με τον Miller, η κανονικόμορφη ψύχωση γίνεται ο σύγχρονος τόπος της κλινικής του πραγματικού: εκεί όπου η δομή δεν φωνάζει, αλλά ψιθυρίζει μέσα από λεπτές κατασκευές.
Freud: Νεύρωση και Ψύχωση απέναντι στην πραγματικότητα (η διπλή χρονικότητα)
Από το 1894, με το κείμενο «Νευρωψυχώσεις άμυνας», ο Freud αναζητά τρόπους να κατατάξει τις μεγάλες ψυχικές διαταραχές με βάση τον τρόπο που το Εγώ χειρίζεται τις απαιτήσεις της πραγματικότητας και τις απαιτήσεις του Αυτό. Η φράση «απώλεια της πραγματικότητας» δεν είναι για εκείνον απλώς περιγραφή διαγνωστική· είναι μηχανισμός. Το ερώτημα είναι: πώς επενδύει το υποκείμενο τη λίμπιντο; Σε τι την αποσύρει, και σε τι τη διοχετεύει;
Έτσι, ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, το πρόβλημα τίθεται ως εξής: στη νεύρωση: το Εγώ υποτάσσεται στην πραγματικότητα και απωθεί επιθυμίες, ενώ στη ψύχωση: το Εγώ αποκόπτεται από την πραγματικότητα και την αναπληρώνει.
Η βάση αυτής της διάκρισης θα αποκρυσταλλωθεί το 1924 στο κείμενο «Η απώλεια της πραγματικότητας στη νεύρωση και στην ψύχωση». Ο Freud εισάγει μια πολύτιμη διαλεκτική: η σχέση του Εγώ με την πραγματικότητα δεν είναι στατική, αλλά διπλής χρονικότητας.
Στη νεύρωση στον πρώτο χρόνο το Εγώ αποδέχεται την πραγματικότητα, προσαρμόζεται στις εξωτερικές απαιτήσεις, και απωθεί τις ενορμητικές κινήσεις του Αυτό. Η άμυνα εδώ είναι η απώθηση ενώ σε δεύτερο χρόνος το απωθημένο επιστρέφει. Εμφανίζεται με μεταμφιεσμένη μορφή: όνειρο, παραδρομή, σύμπτωμα. Το υποκείμενο δεν αρνείται την πραγματικότητα, αλλά «λυγίζει» τις γωνίες της για να επιτρέψει με έμμεσο τρόπο την ικανοποίηση.
Στην ψύχωση κατά τον πρώτο χρόνο το Εγώ δεν αποδέχεται την πραγματικότητα, αλλά αποσύρει τη λίμπιντο από αυτήν. Εδώ δεν έχουμε απώθηση, αλλά αποκοπή από την πραγματικότητα. Στον δεύτερο χρόνο το κενό που δημιουργείται αναπληρώνεται με μια νέα πραγματικότητα, το παραλήρημα. Αυτό που χάνεται από το κοινό Συμβολικό ξαναχτίζεται με ιδιωτικό τρόπο.
Η λειτουργία του Εγώ
Το Εγώ περιγράφει ο Φρόυντ βρίσκεται ανάμεσα σε τρεις δυνάμεις: τις απαιτήσεις του Αυτό, τους περιορισμούς της πραγματικότητας, τις επιταγές του Υπερεγώ. Στη νεύρωση το Εγώ συμμαχεί με την πραγματικότητα και αντιστέκεται στο Αυτό. Στην ψύχωση, το Εγώ διαρρηγνύει τη συμμαχία με την πραγματικότητα και υποκύπτει στο Αυτό. Έτσι, ο Freud λέει ότι στη νεύρωση, η πραγματικότητα περιορίζει το Αυτό ενώ στην ψύχωση, η πραγματικότητα αποκόπτεται και αντικαθίσταται από μια «δεύτερη» πραγματικότητα. Στη νεύρωση, το σύμπτωμα είναι συμβιβαστικός σχηματισμός. Έχει νόημα, κρυπτογραφεί την επιθυμία, ζητά ερμηνεία. Ο θεραπευτής μπορεί να το αποκωδικοποιήσει. Στην ψύχωση, το παραλήρημα είναι αναπλήρωση. Δεν είναι κρυπτογραφημένο μήνυμα, αλλά κατασκευή. Δεν σημαίνει, αλλά συγκρατεί. Για παράδειγμα, ο υστερικός βήχας σημαίνει κάτι, παραπέμπει στο απωθημένο. Η παραληρηματική πεποίθηση όμως ότι «με παρακολουθούν από την τηλεόραση» δεν «σημαίνει», είναι ήδη η νέα πραγματικότητα.
Το ζήτημα των «σιωπηλών» ψυχώσεων
Ο Freud άφησε ανοιχτό το ερώτημα τι γίνεται όταν η ψυχωτική δομή υπάρχει, αλλά δεν εκδηλώνεται με θεαματικό τρόπο. Ο ίδιος, μελετώντας τον Schreber, τόνισε ότι το παραλήρημα έχει θεραπευτική διάσταση: φτιάχνει μια νέα κανονικότητα. Από εκεί μπορούμε να σκεφτούμε ότι ίσως υπάρχουν υποκείμενα όπου αυτή η «κανονικότητα» χτίζεται εξαρχής, χωρίς προηγούμενη κατάρρευση.
Αυτό είναι το σπέρμα για την κανονικόμορφη ψύχωση: μια αναπλήρωση στον πρώτο χρόνο, πριν καν φανεί το ρήγμα. Ως παραδείγματα δομών θα μπορούσαμε να παραθέσουμε:
- Νεύρωση: ένας ιδεοψυχαναγκαστικός ασθενής δεν επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράσει επιθετικά συναισθήματα, τα απωθεί, αλλά επιστρέφουν ως καταναγκαστικές πράξεις (π.χ. επαναλαμβανόμενο πλύσιμο).
- Ψύχωση: ο Schreber αποκόβεται από την πραγματικότητα (κατάρρευση του κόσμου) και την αναπληρώνει με παραλήρημα περί θεϊκής αποστολής.
- Κανονικόμορφη ψύχωση: ένα άτομο που δεν εμφανίζει ποτέ κρίση, αλλά συγκρατείται μόνο μέσω μιας εμμονικής ρουτίνας ή μιας σταθερής βεβαιότητας· η αναπλήρωση λειτουργεί εξαρχής, χωρίς να επιτρέψει το σπάσιμο.
Η συμβολή του Freud λοιπόν είναι ότι μάς έδωσε τη λογική των δύο χρόνων: πρώτα η σχέση με την πραγματικότητα, μετά η απάντηση του ψυχικού μηχανισμού. Η νεύρωση σημαίνει, η ψύχωση αναπληρώνει. Αυτή η διάκριση, που γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, παραμένει καθοριστική.
Όμως η κλινική του σήμερα μας δείχνει μορφές όπου η αναπλήρωση είναι άμεση, η έκλυση δεν συμβαίνει, και η ψύχωση ζει μέσα στην κανονικότητα. Αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο θα χτίσει ο Lacan και αργότερα ο Miller την έννοια της κανονικομορφης ψύχωσης.
Lacan: Δομή, Αποπομπή και Αναπληρώσεις
Ο Freud όρισε τη διαφορά νεύρωσης–ψύχωσης με άξονα το Εγώ και την πραγματικότητα. Ο Lacan θα μεταγράψει αυτή τη διάκριση στο γλωσσικό–δομικό επίπεδο. Για τον Lacan, το ζήτημα δεν είναι απλώς τι κάνει το Εγώ, αλλά ποιο σημαίνον λείπει από το συμβολικό πλέγμα.
Έτσι, η «απώλεια της πραγματικότητας» μεταφράζεται ως αποκλεισμός (forclusion): το Όνομα-του-Πατέρα δεν εγγράφεται ποτέ στο Συμβολικό. Το Όνομα-του-Πατέρα είναι για τον Lacan το σημαίνον που εγγυάται την είσοδο στον Νόμο, οργανώνει τον συμβολικό δεσμό και σταθεροποιεί την επιθυμία.
Στη νεύρωση το Όνομα-του-Πατέρα είναι παρόν, αλλά δρα μέσω απώθησης. Στην ψύχωση όμως το Όνομα-του-Πατέρα είναι αποπεμπόμενο, δηλαδή λείπει εξ αρχής. Αυτή η αποπομπή αφήνει μια τρύπα στο Συμβολικό που εκθέτει το υποκείμενο σε εισβολές του Πραγματικού (παραισθήσεις, φωνές, αποδιοργάνωση του σώματος).
Ο Lacan οργανώνει την ψυχική οικονομία στις τρεις τάξεις. Το Συμβολικό: η γλώσσα, ο Νόμος, οι σχέσεις μέσω σημαινόντων, το Φαντασιακό: οι εικόνες, οι ταυτίσεις, το εγώ του καθρέφτη, το Πραγματικό: ό,τι δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί, το ακατέργαστο. Στη νεύρωση, οι τρεις τάξεις δένονται μέσω του Ονόματος-του-Πατέρα. Στην ψύχωση όμως , η αποπομπή αποσυνδέει τον κόμβο. Ως αποτέλεσμα το Πραγματικό εισβάλλει ως ακούστηκες ψευδαισθήσεις ως ενσωματωμένες προσταγές. Το Φαντασιακό επίσης αποσταθεροποιείται και εμφανίζεται ως διπλασιασμοί, κατοπτρικές ταυτίσεις, απώλεια συνέχειας του εγώ. Τέλος το Συμβολικό γεμίζει τρύπες: η γλώσσα δεν συγκρατεί, το νόημα καταρρέει.
Στο σημείο αυτό εισάγεται το παραλήρημα ως αναπλήρωση. Εδώ η λακανική τομή είναι καθοριστική. Ο Freud θεωρούσε το παραλήρημα σύμπτωμα της ψύχωσης. Ο Lacan όμως το βλέπει ως θεραπευτική κατασκευή: μια μορφή αναπλήρωσης (suppléance). Για παράδειγμα το παραλήρημα του Schreber δεν είναι απλώς ένδειξη κατάρρευσης, είναι ο τρόπος με τον οποίο κατασκεύασε ένα νέο Συμβολικό που συγκράτησε την ύπαρξή του. Ο Lacan λέει: το παραλήρημα είναι «μια προσπάθεια ίασης».
Οι «λεπτές» αναπληρώσεις
Μετά τον Schreber, ο Lacan παρατηρεί ότι δεν έχουμε πάντα θεαματικά παραληρήματα. Μπορεί η αναπλήρωση να πάρει πιο ήπιες μορφές:
- Ταυτίσεις ως-αν (as if): το υποκείμενο μιμείται τη νευρωτική κανονικότητα, παριστάνει τον «κανονικό», χωρίς το στήριγμα του Ονόματος-του-Πατέρα.
- Μικρές συμβολικές κατασκευές: μικρές βεβαιότητες, ιδιωτικοί κώδικες, φράσεις ή συστήματα που δεν γίνονται παραλήρημα, αλλά λειτουργούν ως αγκυρώσεις.
Αυτές οι λεπτές μορφές δείχνουν ότι η αναπλήρωση μπορεί να υπάρξει χωρίς κρίση. Είναι η εικόνα που προϊδεάζει την θεωρητική εισαγωγή-περιγραφή της κανονικόμορφης ψύχωσης.
Το συνθωμά (sinthome)
Στο Σεμινάριο XXIII (Le sinthome), ο Lacan εισάγει το συνθωμά. Δεν είναι το νευρωτικό σύμπτωμα που σημαίνει και ζητά ερμηνεία, είναι ένα ιδιοσυγκρασιακό δέσιμο που συγκρατεί τις τρεις τάξεις. Δεν έχει νόημα γιατί δεν είναι μήνυμα καθώς δεν είναι επιστροφή του απωθημένου και για τον λόγο αυτό, δεν ζητά μετάφραση αλλά συνιστά τρόπο ύπαρξης. Είναι βαθύτατα ιδιοσυγκρασιακό καθώς είναι η προσωπική επινόηση που αναπληρώνει την έλλειψη του Ονόματος-του-Πατέρα.
Στο παράδειγμα του James Joyce το γράψιμό του δεν είναι «σύμπτωμα» προς ανάλυση, είναι το συνθωμά που τον κράτησε όρθιο, το ιδιοφυές του γράψιμο ως κόμπος που συγκρατεί Συμβολικό–Φαντασιακό–Πραγματικό.
Αυτή η τομή-μετάβαση του Λακάν ανοίγει τον δρόμο στον Miller: να αναγνωρίσει ότι η ψύχωση δεν είναι μόνο οι μεγάλες κρίσεις, αλλά και οι λεπτές, καθημερινές μορφές αναπλήρωσης.
Miller: Η κανονικόμορφη ψύχωση και οι μορφές αναπλήρωσης
Η κλασική ψύχωση, όπως ορίστηκε από Freud και Lacan, χαρακτηρίζεται από την έκρηξη: η αποπομπή του Ονόματος-του-Πατέρα οδηγεί σε θεαματική κατάρρευση του συμβολικού πλέγματος, και το παραλήρημα εμφανίζεται ως αναπλήρωση μετά τη ρήξη.
Ωστόσο, η σύγχρονη κλινική δείχνει κάτι διαφορετικό: πλήθος υποκειμένων με ψυχωτική δομή ζουν χωρίς ποτέ να φτάσουν σε τέτοιες «μεγάλες» κρίσεις. Δεν παρουσιάζουν σχιζοφρενική αποδιοργάνωση, ούτε παρανοϊκά συστήματα, ούτε μανιοκαταθλιπτικές εκρήξεις. Αντίθετα, ζουν «κανονικά», πάντοτε όμως υπό την αόρατη συνθήκη ότι το Όνομα-του-Πατέρα απουσιάζει.
Ο Jacques-Alain Miller ονόμασε αυτή την κατάσταση κανονικόμορφη ψύχωση. Η διάγνωση στηρίζεται σε ένα κλινικό τρίπτυχο:
- Υπάρχει ψυχωτική δομή: το Όνομα-του-Πατέρα λείπει.
- Δεν υπάρχει έκλυση καθώς δεν εμφανίζεται θεαματικό παραλήρημα ή μανιακή κρίση.
- Υπάρχει αναπλήρωση εξαρχής: λεπτοί μηχανισμοί που συγκρατούν την ύπαρξη.
Με άλλα λόγια, η αναπλήρωση δεν έρχεται μετά την κρίση όπως στον Schreber, αλλά πριν και αντί αυτής. Το υποκείμενο ζει σε μια κατάσταση οριακής κανονικότητας, χωρίς να εκδηλώσει τη δομική του ρήξη.
Οι τρεις τόποι της αναπλήρωσης
Ο Miller, ακολουθώντας τη λογική των τριών τάξεων (Συμβολικό–Φαντασιακό–Πραγματικό), αναγνωρίζει τρεις βασικές μορφές αναπλήρωσης. Στο Φαντασιακό: ταυτίσεις τύπου «ως-αν» (as if). Το υποκείμενο μιμείται τους τρόπους της νευρωτικής ζωής, παίζει τον ρόλο του «κανονικού». Παράδειγμα: συμπεριφέρεται όπως ένας «κοινωνικός» άνθρωπος, χωρίς όμως εσωτερική στήριξη. Στο Συμβολικό: μικρές παραληρηματικές συμπεριφορές ή ιδιωτικοί κώδικες, που δεν φτάνουν σε πλήρες παραλήρημα, αλλά λειτουργούν ως σταθερές βεβαιότητες. Παράδειγμα: «είμαι σίγουρος ότι οι άλλοι ξέρουν κάτι για μένα», χωρίς όμως κρίση. Στο Πραγματικό: το σύνθωμα, δηλαδή ένα προσωπικό δέσιμο που δεν σημαίνει, αλλά συγκρατεί τις τρεις τάξεις. Μπορεί να είναι μια καλλιτεχνική δραστηριότητα, μια εμμονική πρακτική, μια προσωπική κατασκευή.
Τα τρία néo
Ο Miller περιγράφει τρία κλινικά χαρακτηριστικά που συναντάμε στην κανονικόμορφη ψύχωση.
- Νεο-παραλήρημα :δεν εμφανιζει εντυπωσιακά συστήματα πεποιθήσεων, αλλά μικρές βεβαιότητες. Δεν είναι κρίση ψυχωτική αλλά είναι μια μικρή «ράφη» που συγκρατεί τον κόσμο. Για παράδειγμα κάποιος είναι σίγουρος ότι οι γείτονες «τον κοιτούν περίεργα», χωρίς ποτέ να κατασκευάσει μια ολοκληρωμένη θεωρία συνωμοσίας.
- Νεο-πράξη. Είναι καθημερινές πράξεις που λειτουργούν σαν αγκυρώσεις. Μπορεί να είναι επαναλαμβανόμενες ρουτίνες, αυστηρά τελετουργικά, μια εμμονική άσκηση. Για παράδειγμα: μια γυναίκα που κάθε μέρα τρέχει τρεις ώρες για να αισθανθεί ότι «υπάρχει».
- Νεο-σύμπτωμα ή σύνθωμα. Το προσωπικό «δέσιμο» που συγκρατεί χωρίς να σημαίνει. Δεν είναι νευρωτικό σύμπτωμα που «μιλά», είναι κόμπος ύπαρξης. Για παράδειγμα ο Joyce, του οποίου το γράψιμο λειτούργησε ως κόμπος που κράτησε δεμένο το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό.
Η θεωρητική σημασία της κανονικόμορφης ψύχωσης
Η κανονοκόμορφη ψύχωση συνιστά μια ψυχωτική δομή χωρίς έκρηξη. Το θεωρητικό της κέρδος είναι διπλό. Αφενός δείχνει ότι η ψύχωση δεν ταυτίζεται με την κρίση, αλλά με την διάκλειση. Αφετέρου, καθιστά την αναπλήρωση το κεντρικό φαινόμενο: παραλήρημα, πράξη, σύνθωμα.
Με τον όρο αυτό, ο Miller αναγνώρισε ότι η κλινική σήμερα δεν μοιάζει με εκείνη του Freud καθώς ότι ο ψυχωτικός δεν είναι μόνο ο Schreber, αλλά και ο φαινομενικά «κανονικός» ασθενής, που συγκρατείται από λεπτές αναπληρώσεις.
Στη σημερινή εποχή, όπου οι παραδοσιακοί συμβολικοί δεσμοί αποδυναμώνονται, η ψύχωση ordinaire γίνεται ο τόπος της κλινικής του πραγματικού. Δεν έχουμε πια μεγάλες παρανοϊκές κατασκευές που οργανώνουν τον κόσμο, αλλά μικρές, εξατομικευμένες αναπληρώσεις. Η διάγνωση της κανονικομορφης ψύχωσης μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε υποκείμενα που διαφορετικά θα κατηγοριοποιούνταν ως «νευρωτικοί με ιδιορρυθμίες» ή «διαταραχές προσωπικότητας».
Η συμβολή του Miller είναι ότι μας διδάσκει να βλέπουμε το λεπτό, το «ασήμαντο» σημάδι, όχι μόνο την εντυπωσιακή κρίση.
Συμπέρασμα : Η κανονικομορφη ψύχωση ως τόπος της σύγχρονης κλινικής
Η έννοια της κανονικόμορφης ψύχωσης δεν είναι απλώς ένας νέος όρος, είναι ένας τρόπος να ξαναδιαβάσουμε την κλινική πραγματικότητα του σήμερα μέσα από το πρίσμα της φροϋδικής και λακανικής θεωρίας. Ο Freud μας έδειξε ότι η διαφορά νεύρωσης–ψύχωσης βρίσκεται στη σχέση του Εγώ με την πραγματικότητα: στη νεύρωση το Εγώ υποτάσσεται και απωθεί, στην ψύχωση αποσύρεται και αναπληρώνει. Ο Lacan μετάφρασε αυτή τη διάκριση στο επίπεδο της δομής του σημαίνοντος: στη νεύρωση υπάρχει εγγραφή του Ονόματος-του-Πατέρα, στην ψύχωση υπάρχει η αποπομπή του. Η μεγάλη τομή του Lacan ήταν ότι το παραλήρημα δεν είναι απλώς «παθολογικό φαινόμενο», αλλά μια αναπλήρωση που θεραπεύει τη διάλυση του συμβολικού δεσμού. Η ερμηνεία αυτή άνοιξε τον δρόμο για να αναγνωρίσουμε και τις λεπτότερες μορφές αναπλήρωσης: τις ταυτίσεις ως-αν, τις μικρές κατασκευές, τα ιδιοσυγκρασιακά δεσίματα που ονόμασε «σύνθωμα». Ο Miller, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, παρατήρησε ότι η σύγχρονη κλινική δεν κυριαρχείται από τις θεαματικές κρίσεις του παρελθόντος. Αντί για τον Schreber ή τον κλασικό παρανοϊκό, συναντούμε υποκείμενα που ζουν χωρίς ποτέ να περάσουν από «μεγάλη έκλυση». Η ψυχωτική τους δομή όμως είναι παρούσα, και η ύπαρξή τους συγκρατείται από αναπληρώσεις εξαρχής.
Αυτό είναι το κλινικό τρίπτυχο της κανονικομορφης ψύχωσης:
Ψυχωτική δομή (απουσία του Ονόματος-του-Πατέρα), χωρίς έκλυση (δεν εμφανίζεται κρίση) και εξαρχής αναπληρώσεις -στον πρώτο χρόνο- (νέες μορφές δεσίματος).
Οι μορφές αυτής της αναπλήρωσης είναι τρεις:
- Νεο-παραλήρημα: μικρές βεβαιότητες χωρίς κρίση.
- Νεο-πράξη: πράξεις-αγκυρώσεις που σταθεροποιούν.
- Νεο-σύμπτωμα / σύνθωμα: ιδιοσυγκρασιακά δεσίματα που συγκρατούν χωρίς νόημα.
Η θεωρητική σημασία είναι ότι η ψύχωση δεν ταυτίζεται με την κρίση, αλλά με τη δομή. Το κλινικό κέρδος είναι ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε τις λεπτές μορφές δεσίματος χωρίς να περιμένουμε την κατάρρευση για να «αποδείξουμε» την ψύχωση.
Στην εποχή μας, όπου οι παραδοσιακοί συμβολικοί δεσμοί έχουν αποδυναμωθεί, η ψύχωση ordinaire γίνεται πιο συχνή, πιο διάχυτη, και ίσως πιο χαρακτηριστική από τις κλασικές μορφές. Η σημερινή κλινική δεν είναι η κλινική του μεγάλου παρανοϊκού· είναι η κλινική του καθημερινού ανθρώπου που ζει με μια λεπτή, προσωπική αναπλήρωση. Το να αναγνωρίσουμε αυτήν τη μορφή δεν σημαίνει να αφαιρέσουμε τη σοβαρότητά της, αλλά να καταλάβουμε ότι το υποκείμενο έχει επινοήσει δικούς του τρόπους να δέσει τις τρεις τάξεις. Το έργο της ψυχαναλυτικής κλινικής είναι να σεβαστεί αυτές τις επινοήσεις, να τις στηρίξει εκεί όπου απειλούνται, και να προσφέρει χώρο όπου αυτές οι «σιωπηλές» ψυχώσεις μπορούν να συνεχίσουν να συγκρατούν την ύπαρξή τους.
Η κανονικόμορφη ψύχωση λοιπόν, δεν είναι «λιγότερο» ψύχωση, είναι μια πιο σύγχρονη μορφή ψύχωσης και ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί το κύριο κλινικό πρόβλημα του σήμερα.