Ο ναρκισσισμός ως έννοια έχει υποστεί έντονη ψυχολογικοποίηση. Στον δημόσιο λόγο εμφανίζεται ως χαρακτηριστικό προσωπικότητας, ως επιφανειακή αυτοθαυμαστική στάση, ή ως συναισθηματική αποστασιοποίηση από τον Άλλον. Ωστόσο, στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης, και ιδιαίτερα στην προσέγγιση του Lacan, ο ναρκισσισμός δεν αποτελεί περιγραφή συμπεριφοράς, αλλά τοποθέτηση μέσα στη φαντασία, το βλέμμα και τον λόγο του Άλλου.
Όταν πρόκειται για τη γυναίκα, ο ναρκισσισμός αποκτά μια ιδιαίτερη διάσταση, καθώς συνδέεται στενά με τη σχέση της με τη φαντασίωση του Άλλου, τη συμβολική λειτουργία του Φαλλού, και τη διαχείριση της δικής της επιθυμίας. Η γυναίκα που εγκαθίσταται στη ναρκισσιστική θέση δεν αυτονομείται φαντασιακά, αλλά προσαρμόζεται σε έναν ρόλο που της έχει αποδοθεί από το βλέμμα του Άλλου. Εκεί χάνει τη δυνατότητα να επιθυμεί ως υποκείμενο, και στη θέση της επιθυμίας της εγγράφεται η ανάγκη να σημαίνει κάτι για τον Άλλον.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί μια θεωρητική ανάγνωση της γυναικείας ναρκισσιστικής θέσης με λακανικό προσανατολισμό, με στόχο να κατανοηθεί ως φαντασιακή λύση στην αδυνατότητα αρθρώσεως της επιθυμίας. Θα αναλυθεί η σχέση με τον Φαλλό, η συγκρότηση της εικόνας, η λειτουργία του βλέμματος, η απώθηση της επιθυμίας και η ενδεχόμενη δυνατότητα ρήξης αυτής της θέσης.
Η φαντασιακή εγκατάσταση στη θέση του Άλλου
Η γυναίκα στη ναρκισσιστική θέση δεν αρθρώνει τον εαυτό της μέσα από τον δικό της λόγο, αλλά από τη σημασία που της αποδίδεται. Η φαντασιακή της θέση δεν συγκροτείται μέσα από την έλλειψη που παράγει την επιθυμία, αλλά μέσα από την προσδοκία του Άλλου να της αποδώσει τον ρόλο του επιθυμητού αντικειμένου.
Στο στάδιο του καθρέφτη, η εικόνα γίνεται το πρώτο ενοποιητικό σημείο ταύτισης. Όμως στη γυναικεία θέση, αυτή η εικόνα δεν λειτουργεί μόνο για την οικοδόμηση του Εγώ, αλλά μετατρέπεται σε θέαμα για τον Άλλον. Το βλέμμα του Άλλου είναι αυτό που την συγκροτεί και ορίζει τον εαυτό. Η εσωτερική συνέχεια της υποκειμενικότητας θυσιάζεται στο όνομα της σημασίας. Η γυναίκα αναλαμβάνει να αντιπροσωπεύσει κάτι που δεν της ανήκει. Αυτή η θέση την κρατά σε απόσταση από την ίδια της την επιθυμία. Ο εαυτός της τίθεται σε αναμονή. Η σημασία προηγείται της εμπειρίας και η φωνή της υποχωρεί υπέρ μιας εικόνας που να επιβεβαιώνει τη φαντασίωση του Άλλου.
Η φαντασίωση του Άλλου και το φαλλικό αντικείμενο
Η φαντασίωση, στον Lacan, είναι σκηνή μέσα στην οποία το υποκείμενο εντάσσεται ως αντικείμενο της επιθυμίας του Άλλου. Όταν η γυναίκα τοποθετείται εκεί, υποκαθιστά τη δική της επιθυμία με τη φαντασιακή θέση που της προσφέρει ο Άλλος. Αν η φαντασίωση του Άλλου την θέλει ως φως, ως πληρότητα, ως εξιδανίκευση, τότε αυτό γίνεται η θέση της. Γίνεται ο Φαλλός για τον Άλλον, όχι με την έννοια της κυριαρχίας, αλλά με την έννοια της πληρότητας που εκείνος δεν έχει και που της την αποδίδει. Η γυναίκα αποδέχεται αυτή την φαντασιακή επένδυση. Γίνεται αντικείμενο συμπλήρωσης. Τοποθετείται στο κέντρο της σκηνής, όχι ως υποκείμενο που επιθυμεί, αλλά ως αυτό που εκπληρώνει. Αυτή η λειτουργία διαλύει την υποκειμενικότητά της. Η γυναίκα παραιτείται από τον δικό της λόγο, και προσαρμόζεται στην εικόνα που θα σταθεροποιήσει τον Άλλον. Ο ναρκισσισμός εδώ δεν είναι αυτάρκεια. Είναι εξάρτηση από τη φαντασίωση του Άλλου. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο ψεύδος: ενώ η γυναίκα αυτή μπορεί να φαίνεται αυτάρκης, δεν αρκεί από μόνη της. Πρέπει να σημαίνει κάτι για τον Άλλον για να υπάρξει. Αυτό ακριβώς έιναι το τραύμα του γυναικείου ναρκισσισμού, ότι η ίδια η γυναίκα δεν είναι αρκετή για τον εαυτό της και γύναιται κάτι για τους άλλους, όχι για να φροντίσει αλλά για να φανεί. Αν ο Άλλος αποσυρθεί, η σκηνή γκρεμίζεται και το άτομο καταρρέει φοβούμενο το κενό. Αναζητά νέα σκηνή, βλέμμα, ρόλο ώστε να βρει νέο σημείο επιβεβαίωσης αυτού που είναι. Η ανασφάλεια, η ζυλοτυπία, η εμμονή ως μανιακή άμυνα, η δραματοποίηση αποτελούν ύστατη προσπάθειαύπαρξης μέσα παό την σημασία της.
Ο Φαλλός ως σημαίνον και η θέση της γυναίκας
Στη λακανική θεωρία, ο Φαλλός δεν είναι αντικείμενο. Είναι σημαίνον της έλλειψης στο Άλλο. Λειτουργεί ως το κεντρικό σημείο αναφοράς γύρω από το οποίο οργανώνεται η επιθυμία. Ο άντρας, σύμφωνα με τον Lacan, θέλει να έχει τον Φαλλό. Η γυναίκα, στο πεδίο της φαντασίωσης, συχνά γίνεται ο Φαλλός για εκείνον. Όμως αυτό δεν συνιστά συμβολική θέση. Αντιθέτως, είναι μια φαντασιακή απορρόφηση. Αν η γυναίκα αποδεχτεί τη φαντασιακή σύσταση του εαυτού της ως το αντικείμενο που συμβολίζει την έλλειψη του Άλλου, τότε βρίσκεται σε δομική αδυναμία να επιθυμήσει. Δεν μπορεί να έχει έλλειψη, γιατί σημαίνει την έλλειψη του Άλλου.
Ο Φαλλός, ως σημαίνον, δεν κατέχεται από κανένα φύλο. Η γυναίκα δεν τον έχει, δεν τον στερείται, δεν τον ανταγωνίζεται. Αντί να εγγραφεί στην έλλειψη, όπως το υποκείμενο του λόγου, εγκαθίσταται ως η απάντηση στην έλλειψη του Άλλου. Πρόκειται για μια θέση- εξορία από το συμβολικό.
Το βλέμμα και η εικόνα
Η ναρκισσιστική γυναίκα πέρα από το να υιοθετεί απλώς μια φαντασιακή θέση, καθίσταται καθαρή εικόνα, η οποία ζει μόνο όταν καθρεφτίζεται στο βλέμμα του Άλλου. Η ίδια οργανώνει το είναι της όχι ως εσωτερικό βάθος, αλλά ως συνοχή προσφερόμενη προς θέαση. Η σημασία της στηρίζεται στη φαινομενικότητα: στην κομψότητα, στην παρουσία, στην ευγένεια, στη σιωπή. Αυτό δεν είναι επιφανειακό αλλά συνιστά δομικό αίτημα της σκηνής στην οποία εντάσσεται. Η γυναίκα που “κοιτάζεται”, υπάρχει. Η γυναίκα που χάνεται από το βλέμμα, σβήνει.
Η επιθυμία δεν εγγράφεται στην εικόνα. Αντίθετα: η εικόνα λειτουργεί για να καλύψει την επιθυμία, για να την εξουδετερώσει. Ό,τι δεν είναι αναγνωρίσιμο, δεν αντέχεται. Η γυναίκα παραμένει μόνο εφόσον παραμένει αναγνωρίσιμη.
Η απώθηση της επιθυμίας και το άρρητο της απόλαυσης
Η θυσία της επιθυμίας είναι προϋπόθεση για να συνεχίσει να σημαίνει. Η γυναίκα που επιθυμεί ρισκάρει να αποδομήσει την εικόνα της. Ρισκάρει να φανεί ατελής, απρόβλεπτη, ξένη προς τη φαντασίωση του Άλλου. Για να διατηρηθεί η σκηνή, η επιθυμία πρέπει να παραμείνει απωθημένη. Ταυτόχρονα, η γυναίκα σχετίζεται με μια μορφή απόλαυσης που δεν εγγράφεται στον φαλλικό λόγο. Ο Lacan μιλά για τη θηλυκή jouissance ως υπερβατική, εξωτερική προς τον λόγο, άρρητη. Αν αυτή η jouissance δεν αναγνωριστεί, τότε καλύπτεται με επιθυμητότητα. Αντί να βιωθεί, αντικαθίσταται από το βλέμμα. Αντί να ειπωθεί, μετατρέπεται σε ακινησία.
Επίλογος
Η γυναικεία ναρκισσιστική θέση στον λόγο του Lacan δεν περιγράφει μια χαρακτηριστική μορφή συμπεριφοράς αλλά τη φαντασιακή λειτουργία της γυναίκας ως σημαίνον αντικείμενο μέσα στη φαντασίωση του Άλλου, και την απώλεια της υποκειμενικής της επιθυμίας. Η σχέση της με τον Φαλλό δεν είναι σχέση κατοχής ή απώλειας όπως στην αντρική ναρκισσιστική θέση, αλλά κατοίκηση της φαντασιακής θέσης του ίδιου του σημαίνοντος. Εκείνη που γίνεται Φαλλός, παύει να επιθυμεί. Η εικόνα της γίνεται ολόκληρη το είναι της. Το βλέμμα του Άλλου η μόνη της απόδειξη ύπαρξης. Η ρήξη είναι εφικτή. Αλλά απαιτεί να εγκαταλειφθεί η σκηνή και να χαθεί η ασφάλεια του να σημαίνει. Μόνο τότε μπορεί η γυναίκα να μιλήσει από τη θέση της έλλειψης. Να μην είναι απλώς το αντικείμενο της επιθυμίας του Άλλου, αλλά το υποκείμενο της δικής της.
Διευκρίνιση: Για τη χρήση του όρου «ναρκισσιστική θέση»
Η χρήση του όρου «ναρκισσιστική» στο παρόν κείμενο δεν παραπέμπει σε μια δομή προσωπικότητας με σταθερά, αμετάβλητα χαρακτηριστικά, όπως αυτή περιγράφεται σε ψυχιατρικές ταξινομήσεις. Αντίθετα, κατανοείται ως φαντασιακή θέση μέσα στον λόγο του Άλλου και στη φαντασίωσή του. Στην ψυχανάλυση, και ειδικά στο έργο του Lacan, ο ναρκισσισμός περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο συγκροτείται μέσω της εικόνας και του βλέμματος, όχι ως σταθερό ψυχικό προφίλ αλλά ως λύση σε μια συνάντηση με την έλλειψη. Η γυναικεία ναρκισσιστική θέση αφορά κυρίως την αποδοχή να σημαίνει κάτι για τον Άλλον, με τίμημα την απόσυρση της επιθυμίας. Δεν πρόκειται για έμφυτο χαρακτηριστικό, ούτε για διαγνωστική κατηγορία. Είναι ένας τρόπος να διατηρηθεί η συνοχή της εικόνας, όταν η σχέση με τη jouissance και τον λόγο της επιθυμίας παραμένει ανοιχτή, άρρητη ή απειλητική. Ακριβώς επειδή πρόκειται για θέση, και όχι για δομή, αυτή η συγκρότηση μπορεί να μετακινηθεί. Η ψυχοθεραπευτική εργασία δεν στοχεύει στην αλλαγή χαρακτηριστικών, αλλά στην επανεγγραφή του υποκειμένου στη δική του επιθυμία, έξω από τη σκηνή της φαντασίωσης του Άλλου.