«Στον έρωτα οι άνθρωποι είναι συνεννοημένοι», μου είχε πει κάποτε ένας επόπτης. Δεν εννοούσε ότι καταλαβαίνουν πάντα τι λένε, συχνά δεν καταλαβαίνουν ούτε τι θέλουν. Εννοούσε κάτι βαθύτερο: ότι στον έρωτα υπάρχει ένας λόγος που κρατάει τους δύο μαζί, ένας λόγος που δεσμεύει χωρίς να φυλακίζει, που ανοίγει χώρο στον Άλλον χωρίς να τον κατακτά.
Υπάρχει ένας έρωτας που γεννιέται από βλέμματα, σιωπές, από εκείνα τα μισόλογα που φέρνουν έναν Άλλον στο προσκήνιο. Κάτι μέσα στη ροή του λόγου ή στην απουσία του, κάνει τους δύο να είναι ήδη συνεννοημένοι.
Και υπάρχει ένας άλλος έρωτας. Ο έρωτας της απόλυτης βεβαιότητας. Ο έρωτας που δεν περιμένει απάντηση, γιατί ήδη γνωρίζει ότι ο Άλλος έχει μιλήσει. Ή έστω ότι θα έπρεπε να είχε μιλήσει.
Αυτός ο δεύτερος έρωτας δεν ζητά συνάντηση, απαιτεί επικύρωση. Δεν περιμένει να αγαπηθεί , φαντασιώνεται ότι ήδη είναι.
Εκεί που ο πρώτος χτίζεται πάνω σε μια fides, μια αμοιβαία πίστη στον λόγο, ο δεύτερος ακουμπά πάνω στην παραπλάνηση: στον λόγο που φαίνεται να υπάρχει, αλλά δεν έχει ειπωθεί ποτέ.
Κι αν στον έρωτα οι άνθρωποι είναι συνεννοημένοι, τότε στην ερωτομανία είναι μόνοι. Μόνοι, μπροστά σε έναν Άλλον που δεν έχει καν φωνή.
Η fides: Ο λόγος που δίνει υπόσταση στον Άλλον
Ο Λακάν, στην Ψύχωση και αλλού, διακρίνει δύο μορφές δεσμευτικού λόγου. Ο πρώτος είναι αυτός της fides, του ουσιαστικού λόγου που δεν περιορίζεται στην πληροφορία ή την επιβεβαίωση, αλλά λειτουργεί ως πράξη. Όταν κάποιος λέει «σ’ αγαπώ» ή «είσαι ο άνθρωπός μου», το νόημα δεν είναι η περιγραφή. Είναι η δέσμευση που δημιουργείται μέσω της απεύθυνσης: «εσύ είσαι αυτός που απευθύνομαι».
Ο ουσιαστικός, δεσμευτικός λόγος βασίζεται σε μια πράξη. Στην πρώτη παραδειγματική μορφή του, πρόκειται για την fides: την εμπιστοσύνη που εμπεριέχεται στο γεγονός ότι, μέσα στον λόγο μου, σε τοποθετώ εκεί όπου μπορείς να με δεσμεύσεις. Lacan, Le Séminaire, Livre III: Les Psychoses, κεφ. III
Η fides δεν σημαίνει «σε πιστεύω». Σημαίνει: σου δίνω τον λόγο. Αναγνωρίζω ότι μπορείς να μιλήσεις. Ότι έχεις επιθυμία. Ότι ο λόγος σου δεν είναι προβλέψιμος, αλλά ανοιχτός, πιθανός, και για αυτό δεσμευτικός. Η fides, λοιπόν, είναι η πίστη όχι στην αλήθεια αλλά στην υποκειμενικότητα του Άλλου.
Στον έρωτα, αυτή η πίστη είναι θεμελιώδης. Όχι πίστη ότι θα κρατήσει, αλλά πίστη ότι ο Άλλος υπάρχει ως Άλλος, ότι έχει θέση στον συμβολικό χώρο του λόγου, ότι μπορώ να του απευθυνθώ και να μου απαντήσει, είτε με «ναι» είτε με «όχι».
Ο δεύτερος λόγος: Tromperie ή παραπλάνηση
Ο δεύτερος τύπος δεσμευτικού λόγου είναι αυτός της παραπλάνησης. Δεν είναι απλώς ψέμα. Είναι ένας λόγος που φαίνεται δεσμευτικός αλλά στηρίζεται σε μια φανταστική εγγύηση. Είναι εκεί όπου το υποκείμενο πιστεύει ότι ο Άλλος έχει μιλήσει, ενώ αυτό δεν έχει συμβεί. Η σχέση δεν θεμελιώνεται πάνω σε ρητές πράξεις ή αμοιβαία αναγνώριση, αλλά σε ψευδαισθήσεις λόγου.
«Η παραπλάνηση είναι το αντίστροφο της fides· το υποκείμενο λέει ότι ο Άλλος τον αγαπάει, όχι γιατί του μίλησε, αλλά γιατί δεν μίλησε. Το κενό γεμίζει με παρανοϊκή βεβαιότητα.» Lacan, Le Séminaire III, κεφ. III
Η παραπλάνηση είναι ο λόγος χωρίς λόγο. Η επιβεβαίωση χωρίς πράξη. Το βλέμμα του Άλλου μετατρέπεται σε μαρτυρία επιθυμίας. Το παραμικρό χαμόγελο, το τυχαίο σχόλιο, η σιωπή, όλα αποκτούν το βάρος του δεσμευτικού. Ένας λόγος χωρίς αναφορά, που όμως λειτουργεί σαν νόμος.
Η ερωτομανία ως ψευδο-fides
Η ερωτομανία είναι η πιο καθαρή ψυχική έκφραση του δεύτερου τύπου λόγου. Το υποκείμενο είναι βέβαιο ότι ο Άλλος το αγαπά. Όχι απλώς το φαντάζεται, το ξέρει. Όταν ο Άλλος το αρνείται, η άρνηση ερμηνεύεται ως απόδειξη. Όταν σωπαίνει, αυτό σημαίνει ότι κάτι κρύβει. Ο Άλλος δεν χρειάζεται να μιλήσει: έχει ήδη μιλήσει μέσα στο μυαλό του υποκειμένου. Το υποκείμενο της ερωτομανίας επιμένει: ‘Με αγαπά’. Δεν πρόκειται για αίσθημα, αλλά για δομική θέση. Ο Άλλος έχει ήδη μιλήσει, το μόνο που απομένει είναι να το παραδεχτεί.
Η ερωτομανία καταλαμβάνει τη θέση του Άλλου χωρίς να του δίνει φωνή. Είναι ένα Je suis aimé, όχι ως επιθυμία, αλλά ως βεβαιότητα φαντασιωτικού τύπου. Το υποκείμενο δεν φαντάζεται ότι αγαπιέται, είναι βέβαιο ότι αγαπιέται. Ο Άλλος δεν έχει σημασία ως πρόσωπο, έχει μόνο σημασία ως φαντασιωτική εγγύηση.
«Λαμβάνω τον λόγο στη θέση σου»
Η φράση του Λακάν, «λαμβάνω τον λόγο στη θέση σου», έχει εδώ καθοριστική σημασία. Στην fides, αυτό γίνεται με ρίσκο και αποδοχή της απεύθυνσης: μιλώ σε σένα, και με δεσμεύεις επειδή μπορείς να μου απαντήσεις. Στην ερωτομανία, παίρνω τον λόγο αντί για σένα, σαν να ξέρω τι θα έλεγες, σαν να μπορώ να μιλήσω εξ ονόματός σου χωρίς εσένα.
Δεν μπορώ να σε διαβεβαιώσω παρά μόνο λαμβάνοντας τον λόγο στη θέση σου. Lacan, L’Autre et la Psychose
Στην ψύχωση, και ιδιαίτερα στην ερωτομανία, αυτό σημαίνει πλήρη κατάρρευση της σχέσης με τον Άλλον. Δεν υπάρχει κενό, δεν υπάρχει ερώτηση, δεν υπάρχει απάντηση. Υπάρχει μόνο μια πλάνη λόγου που καταλαμβάνει τη σκηνή ολόκληρη.
Έρωτας, λόγος και σιωπή
Ο αληθινός έρωτας χρειάζεται χώρο. Χρειάζεται σιωπή για να υπάρξει λόγος. Ο Άλλος πρέπει να είναι σε θέση να απαντήσει και να μην απαντήσει. Εκεί έγκειται η fides: στο γεγονός ότι ρισκάρουμε την απόρριψη, ρισκάρουμε την αβεβαιότητα, και μέσα σε αυτό ριζώνει ο λόγος που δεσμεύει. Στην ερωτομανία, δεν υπάρχει χώρος για το ενδεχόμενο «όχι». Δεν υπάρχει Άλλος. Υπάρχει μόνο ένας λόγος-μονόλογος που κυριεύει τη σκηνή του πόθου χωρίς ποτέ να την μοιράζεται.
Συμπέρασμα
Η ερωτομανία μας αποκαλύπτει κάτι πολύ πιο ευρύ από μια ψυχική διαταραχή. Μας αποκαλύπτει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον λόγο που ενώνει και τον λόγο που καταλαμβάνει. Ανάμεσα στην fides και την παραπλάνηση, ανάμεσα στον έρωτα και την απόλυτη βεβαιότητα.
Στον έρωτα, οι άνθρωποι είναι συνεννοημένοι, όχι γιατί ξέρουν τι λένε, αλλά γιατί δέχονται να μπουν στον λόγο με ρίσκο, με ευθύνη, με δέσμευση. Στην ερωτομανία, δεν υπάρχει διάλογος· μόνο βεβαιότητα χωρίς απεύθυνση.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές, διακυβεύεται η ίδια η δυνατότητα του ανθρώπου να απευθυνθεί και να περιμένει απάντηση.
Βιβλιογραφία
Lacan, J. (1955-56). Le Séminaire, Livre III: Les Psychoses.
Lacan, J. (1966). Écrits.
Lacan, J. (1956). L’Autre et la Psychose. In Le Séminaire III, chap. V–IX.