26 Μαΐου, 2025

Η απάρνηση της γνώσης ως στρατηγική επιβίωσης

Πώς μοιάζει η απάρνηση; Στην ψυχοδυναμκή εμπειρία συναντάμε συχνά υποκείμενα που φαίνεται να γνωρίζουν κάτι ουσιώδες για τη ζωή τους, τις σχέσεις τους ή την ιστορία τους, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν σαν αυτή η γνώση να μην υπάρχει. Δεν πρόκειται για άγνοια, ούτε για απώθηση. Το υποκείμενο δεν αγνοεί, αλλά απαρνείται. Δεν ξεχνά, αλλά κρατά τη γνώση σε απόσταση, σαν να την αποδέχεται μόνο μέχρι το σημείο που δεν απειλεί τη συνοχή του.

Η απάρνηση, έννοια που εισήγαγε ο Φρόυντ κυρίως μέσω της μελέτης του φετιχισμού, αφορά τη διπλή θέση του υποκειμένου απέναντι σε μια επώδυνη αλήθεια: την παραδέχεται και ταυτόχρονα την αποκλείει. Αυτή η εσωτερική διάσπαση δεν αφορά μόνο παθολογικές περιπτώσεις, αλλά λειτουργεί σε πλήθος καθημερινών ψυχικών στρατηγικών. Η Λακανική σκέψη επανατοποθέτησε την έννοια της απάρνησης στο ευρύτερο πλαίσιο της σχέσης του υποκειμένου με τη γνώση, την αλήθεια και το βλέμμα του Άλλου, αναδεικνύοντάς την ως δομική θέση και όχι απλώς άμυνα.

Το παρόν άρθρο εξετάζει την απάρνηση της γνώσης ως μια ψυχική κατασκευή που επιτρέπει την επιβίωση, όταν η παραδοχή μιας αλήθειας θα ισοδυναμούσε με εσωτερική κατάρρευση. Μελετώντας την ως μορφή συμβολικής οργάνωσης, και όχι ως αδυναμία, βλέπουμε πώς η απάρνηση επιτελεί λειτουργίες προστασίας, συγκράτησης και διατήρησης της φαντασιακής ταυτότητας του υποκειμένου.

Από τη διαπίστωση στην απάρνηση

Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η απάρνηση πρωτοεμφανίζεται ως τρόπος με τον οποίο το παιδί αντιμετωπίζει μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να ενσωματώσει: την απουσία του φαλλού στο γυναικείο σώμα. Το παιδί βλέπει  και ταυτόχρονα αρνείται να δει. Έτσι δημιουργείται μια φαντασιακή λύση, ένα αντικείμενο που έρχεται να καλύψει την απώλεια. Αυτό το αντικείμενο, όπως στο φετιχισμό, λειτουργεί όχι μόνο ως αντικατάστατο, αλλά ως σταθεροποιητής της ψυχικής ισορροπίας.

Η Λακανική θεώρηση επεκτείνει αυτή τη λογική. Η απάρνηση δεν περιορίζεται σε αισθητηριακές αντιφάσεις. Αναφέρεται κυρίως στη σχέση του υποκειμένου με τη γνώση και ιδιαίτερα με εκείνη τη γνώση που δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο συμβολικό σύστημα χωρίς να απειληθεί η φαντασιακή ενότητα του εαυτού. Δεν είναι ότι το υποκείμενο δεν γνωρίζει· είναι ότι η γνώση αυτή δεν μπορεί να κατοικηθεί. Παραμένει στο περιθώριο, γνωστή, αλλά μη βιωμένη.

Η απάρνηση ως ρύθμιση σχέσης με την αλήθεια

Η αλήθεια, στην ψυχοδυναμική οπτική, δεν είναι ουδέτερη πληροφορία. Εμπλέκεται με την επιθυμία, την ενοχή, τη σχέση με το σώμα, με το βλέμμα του Άλλου. Ορισμένες αλήθειες παράγουν υπερβολική ψυχική διέγερση: μπορεί να πυροδοτήσουν ντροπή, καταστροφή της εικόνας του εαυτού, διάλυση του νοήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το υποκείμενο δεν επιλέγει συνειδητά να αρνηθεί, η απάρνηση δομείται ως αναγκαίος τρόπος συμβίωσης με το αβίωτο.

Παραδείγματα από την κλινική πράξη είναι πολυάριθμα:

Το άτομο που «ξέρει» ότι ο σύντροφός του τον εκμεταλλεύεται, αλλά συνεχίζει να φροντίζει τη σχέση.

Ο γονέας που βλέπει τις ενδείξεις ψυχικής κατάρρευσης στο παιδί του, αλλά τις ερμηνεύει ως “φάση”.

Ο θεραπευτής που αναγνωρίζει τη βαρύτητα της μεταβίβασης, αλλά επιμένει σε τεχνικές λεπτομέρειες.

Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η διπλή εγγραφή: η γνώση υπάρχει ΚΑΙ δεν λειτουργεί. Η αλήθεια είναι παρούσα αλλά έχει απενεργοποιηθεί. Αυτή η διατήρηση της απόστασης είναι που καθιστά την απάρνηση στρατηγική επιβίωσης.

Η φαντασία ως στήριγμα της απάρνησης

Η ψυχική λειτουργία της απάρνησης δεν μπορεί να απομονωθεί από τη λειτουργία της φαντασίας. Το υποκείμενο δεν ζει απλώς αποφεύγοντας μια γνώση, ζει δημιουργώντας μια εναλλακτική εκδοχή της πραγματικότητας μέσα στην οποία μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς να απειλείται. Αυτή η εκδοχή μπορεί να είναι συναισθηματική, ηθική, αφηγηματική ή συμπεριφορική. Μπορεί να παίρνει τη μορφή “καλής πρόθεσης”, “ορθολογικής εξήγησης”, “ανεκτικότητας” ή “επαγγελματισμού”.

Στην ψυχαναλυτική λογική, η φαντασία δεν είναι ψεύδος ή πλάνη, είναι δομικό στοιχείο της επιθυμίας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το υποκείμενο “φαντάζεται”, αλλά ότι δεν μπορεί να επιτρέψει την κατάρρευση της φαντασιακής σκηνής δίχως να διαλυθεί το ίδιο. Έτσι, η απάρνηση της γνώσης στηρίζεται πάνω στη φαντασία: είναι η πράξη που κρατά την πραγματικότητα σε απόσταση, για να προστατεύσει τη συμβολική συνοχή του υποκειμένου.

Η γνώση που απαρνείται το υποκείμενο δεν είναι οποιαδήποτε πληροφορία. Είναι εκείνη που θα ανάγκαζε το άτομο να αλλάξει θέση απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους. Να παραιτηθεί από μια εικόνα που το σταθεροποιεί. Να υποστεί μια απώλεια, μια απομάγευση ή ένα συμβολικό θάνατο. Όσο αυτή η αλλαγή είναι αβάσταχτη, η απάρνηση λειτουργεί ως το έσχατο μέσο διατήρησης του υποκειμένου στον ψυχικό χάρτη του.

Η απάρνηση και η σχέση με την επιθυμία του Άλλου

Σε πολλές περιπτώσεις, η γνώση που απαρνείται το υποκείμενο δεν αφορά μόνο τον εαυτό του, αλλά τη σχέση του με την επιθυμία του Άλλου. Η απάρνηση εμφανίζεται όταν μια αναγνώριση θα σήμαινε ότι ο Άλλος (γονέας, σύντροφος, κοινωνία, Θεός) δεν είναι αυτός που φαινόταν, δεν επιθυμεί όπως πιστευόταν, δεν εγγυάται την αγάπη, την αποδοχή ή την τάξη.

Η ψυχική οικονομία του υποκειμένου συχνά εξαρτάται από το να παραμένει ο Άλλος “ακέραιος”, επιθυμητικός, δίκαιος, παρών. Αν η γνώση φανερώνει πως ο Άλλος είναι ασταθής, αδιάφορος ή καταστροφικός, το υποκείμενο μπορεί να την απαρνηθεί προκειμένου να μη χαθεί ολοκληρωτικά. Η απάρνηση, σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργεί ως διατήρηση ενός συμβολικού δεσμού, έστω και αν στηρίζεται σε μερική τύφλωση.

Στην παιδική ηλικία, αυτή η λειτουργία είναι συχνά σωτήρια. Το παιδί που δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη βία, την παραμέληση ή την απουσία του φροντίζοντος προσώπου, επιβιώνει μέσω της απάρνησης: “Ο μπαμπάς φωνάζει γιατί είναι κουρασμένος”, “Η μαμά με αγαπάει απλώς έχει νεύρα”. Η ίδια αυτή λογική μεταφέρεται και στην ενήλικη ζωή, άλλοτε σε προσωπικές σχέσεις, άλλοτε στον εργασιακό χώρο, άλλοτε στην ψυχική μεταβίβαση με τον θεραπευτή.

Η απάρνηση στη θεραπευτική πράξη

Στην ψυχαναλυτική θεραπεία, η απάρνηση της γνώσης δεν αίρεται με την παροχή ερμηνειών. Δεν ξεπερνιέται με την προσφορά “σωστών” πληροφοριών ή με τεχνικές “συνειδητοποίησης”. Η λειτουργία της απάρνησης δεν εδράζεται στην έλλειψη γνώσης, αλλά στην αδυναμία ενσωμάτωσής της χωρίς εσωτερική απώλεια.

Η θεραπευτική διαδικασία καλείται να δημιουργήσει τις συνθήκες όπου η γνώση θα μπορέσει να εγγραφεί με τρόπο βιώσιμο, χωρίς να απειλεί την ψυχική συνέχεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η απάρνηση καταργείται πλήρως· σημαίνει ότι μπορεί σταδιακά να χαλαρώσει η ψυχική αναγκαιότητα που τη στηρίζει. Ο θεραπευτής δεν σπάει την άρνηση, αλλά βοηθά το υποκείμενο να αντέξει την απουσία της άρνησης.

Η θεραπευτική στιγμή όπου το υποκείμενο λέει:

«Το ήξερα πάντα, απλώς δεν μπορούσα να το δω»

δεν είναι ένδειξη ότι “θεραπεύτηκε”, αλλά ότι πέρασε το κατώφλι της απάρνησης με τρόπο ψυχικά ανεκτό. Και αυτό είναι προϊόν δουλειάς, σχέσης, και επανάληψης.

Συμπέρασμα: Μια πράξη, όχι ένα σύμπτωμα

Η απάρνηση της γνώσης δεν είναι απλώς άρνηση· είναι πράξη δόμησης του ψυχικού εαυτού όταν η αλήθεια δεν μπορεί να ενταχθεί χωρίς κόστος. Δεν αποτελεί ένδειξη αδυναμίας, αλλά ένδειξη επινόησης: μια λύση, έστω εύθραυστη, σε μια εσωτερική απειλή.

Η ψυχανάλυση οφείλει να αναγνωρίσει τη θέση της απάρνησης όχι μόνο ως πρόβλημα προς άρση, αλλά και ως μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο το υποκείμενο προσπαθεί να ζήσει εκεί όπου η αλήθεια το πληγώνει. Η αποδοχή της απάρνησης ως στρατηγική επιβίωσης δεν αναιρεί την επιθυμία για μετασχηματισμό — την καθιστά εφικτή, επειδή βλέπει το πραγματικό της υπόβαθρο.

Η θεραπευτική πράξη δεν επιβάλλει την αλήθεια. Στηρίζει το υποκείμενο να τη σηκώσει όταν μπορέσει, και να μετατρέψει την απάρνηση από πράξη επιβίωσης σε κίνηση επιθυμίας.

Μοιράσου το!